24877

Ο Χαμπής εξηγεί πως έκανε ένα έρημο χωριό της Λεμεσού, κοιτίδα πολιτισμού!

28/01/2019
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Η Πλατανίστεια είναι μια μικρή, ημιορεινή κοινότητα της Λεμεσού, λίγα λεπτά από το Πισσούρι. Όταν εγκαταλείφθηκε από τους Τουρκοκύπριους κατοίκους του, το χωριό αφέθηκε στην ερήμωση, με τα περισσότερα σπίτια να ρημάζουν. Εκεί έφτασε το 1988 ο Χαμπής Τσαγκάρης, γνωστός σήμερα ως ο Χαμπής ο Χαράκτης, ο οποίος αναγνώρισε ανάμεσα στα αγριόχορτα και στα χαλάσματα τον χώρο που έψαχνε καιρό, θέλοντας να δημιουργήσει το δικό του καλλιτεχνικό καταφύγιο.

Σήμερα, το συγκρότημα των πετρόκτιστων σπιτιών που αναπαλαίωσε ο Χαμπής, αποτελεί ένα μοναδικό στο είδος του κέντρο πολιτισμού, με εργαστήριο και μουσείο χαρακτικής, που έχει βάλει στον χάρτη των τεχνών και του πολιτισμού το ξεχασμένο χωριό. Καταφέρνοντας, όχι μόνο να αναπαλαιώσει τα ερείπια και να δημιουργήσει από το μηδέν μια πραγματική όαση (μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού ο χώρος αυτός σφύζει σήμερα από πράσινο) ο Χαμπής θεωρείται από πολλούς παράδειγμα αγωνιστή, αφού κατάφερε να διατηρήσει και να μεγαλώσει το δημιούργημά του με μηδενική σχεδόν στήριξη και να το προφυλάξει από πλήθος επιβουλές.

Άλλωστε, η ζωή του όλη ήταν ένας αγώνας, αφού έφυγε πρόσφυγας από την Κοντέα το 1974, έζησε κάποια χρόνια στη Λευκωσία αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Χαραυγή» για τα καλλιτεχνικά δρώμενα του νησιού, αλλά προερχόμενος από φτωχή, αγροτική οικογένεια, ο Χαμπής είχε υπάρξει στη ζωή του και γεωργός, και πωλητής φθαρτών, αλλά και οικοδόμος ως μαθητής και ως στρατιώτης.

Η σημερινή εικόνα του Μουσείου δε θυμίζει σε τίποτα τα ερείπια των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, που ανέλαβε να αναπαλαιώσει το 1988 ο Χαμπής.

Ανεξάρτητα από τη δουλειά που έκανε κατά καιρούς, όμως, δεν έπαψε ποτέ να είναι επί της ουσίας καλλιτέχνης. Άνθρωπος πηγαία δημιουργικός, ο Χαμπής υπάκουσε με τόση θέρμη στο πάθος του για τη χαρακτική (μια τέχνη γνωστή σε πολύ λίγους τότε στο νησί), ώστε να καταφέρει από το μηδέν να στήσει στην ξεχασμένη Πλανατίστεια έναν ζηλευτό χώρο, με σκοπό να γνωρίσει όλη η Κύπρος (και όχι μόνο) την τέχνη του. Έτσι, το απομονωμένο χωριουδάκι της Λεμεσού είναι αυτή τη στιγμή πόλος έλξης χιλιάδων ανθρώπων κάθε χρόνο, φιλοξενώντας έργα ανεκτίμητης αξίας και εμπνέοντας μικρούς, αλλά και μεγαλύτερους ανθρώπους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να δημιουργήσουν.

swipe gallery

Το πριν και το μετά των δεκαετιών που μεσολάβησαν, μέχρι να γίνει πραγματικότητα το όραμα για τη Σχολή και το Μουσείο Χαρακτικής, λένε πολλά για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Χαμπής για τον τόπο αυτό.

Για τον ίδιο, το κριτήριο για τον δρόμο που θα ακολουθούσε δεν ήταν ποτέ το εισόδημα, η οικονομική εξασφάλιση, αλλά το να μπορεί να εκφράζεται, να δημιουργεί κάτι που να γεμίζει την ψυχή του ικανοποίηση.

«Ούτε είχα, ούτε έχω, ούτε θα έχω ποτέ λεφτά. Δεν είναι αξία για εμένα τα λεφτά, είναι άνεμος, φεύγουν. Αξία είναι αυτά που έχεις μέσα σου». 

Αυτό είναι κάτι που θα τον ακούσεις συχνά να λέει, όμως δεν είναι μια τυπική ατάκα, αλλά συνολική στάση ζωής που τον ακολουθεί και του επιτρέπει να βάζει όλη του την ψυχή σε αυτά με τα οποία καταπιάνεται, παραγνωρίζοντας δυσκολίες και εμπόδια.

«Κανονικά θα σπούδαζα το 1966, αλλά λόγω έλλειψης χρημάτων έφυγα τελικά το 1976, όταν είχα ήδη 2 παιδιά», εξηγεί ο ίδιος. Έτσι, βρέθηκε να σπουδάζει καλές τέχνες για 6 χρόνια στη Μόσχα και στα 35 ξεκίνησε μια νέα ζωή με όπλο την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που γνωρίζει καλά την τέχνη του και τις δυνατότητές του.

swipe gallery

Τα παλιά, πετρόκτιστα σπίτια, που είχαν ρημάξει μετά από χρόνια εγκατάλειψης, αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή, αποκαλύπτοντας ακόμα και στοιχεία που δεν αναγνώρισαν ούτε οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες τους, όταν τα επισκέφθηκαν αναπαλαιωμένα, όπως η παλιά εστία (το τζάκι).

Με τόση φτώχεια, πόσο εύκολο ήταν να είσαι οικογενειάρχης και να σπουδάζεις ταυτόχρονα;
Το πιο εύκολο πράγμα τότε ήταν να κάνεις οικογένεια. Ήταν αλλιώς η ζωή. Δε μας απασχολούσαν θέματα που ζυγίζει κάποιος σήμερα πριν παντρευτεί και κάνει παιδιά. Σκεφτόταν αλλιώς ο κόσμος, όχι με όλα αυτά που τον απασχολούν σήμερα. Σήμερα αφήνει κανείς να περνούν τα χρόνια, βάζει τα πάντα πάνω στην πιλάντζα (ζυγαριά), μετρά το ένα και το άλλο. Εγώ χαίρομαι που σήμερα έχω εγγόνι που είναι στρατιώτης ήδη.

swipe gallery

Πέρα από τα αναπαλαιωμένα κτίρια, κυρίαρχη στον χώρο είναι η παρουσία των λουλουδιών και των δέντρων του κήπου, που επιμελώς φροντίζει ο ίδιος ο Χαμπής. Ο ξερότοπος έχει αντικατασταθεί από μια καταπράσινη αυλή, που πλημμυρίζει από τα αρώματα και τα χρώματα της κυπριακής χλωρίδας.

Πως βρέθηκες στην Πλατανίστεια;
Όσο ήμουν στη Λευκωσία ένιωθα κάτι να με πνίγει, δεν έβρισκα χρόνο για να δουλέψω τη χαρακτική. Γύρισα τη μισή ελεύθερη Κύπρο, όπου υπήρχαν τουρκοκυπριακά χωριά, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να αποκτήσω στέγη, ως πρόσφυγας. Όταν ήρθα εδώ, τα περισσότερα σπίτια ήταν μάντρες με ζώα. Κάθε 5 μάντρες υπήρχε και ένα κατοικημένο σπίτι. Σε μια τέτοια μάντρα μπήκα κι εγώ.

«Τα πρώτα χρόνια που ήρθα στο χωριό, το νερό ήταν λίγο και δεν είχα καν δικό μου ντεπόζιτο. Ο μουχτάρης του χωριού άνοιγε το ντεπόζιτο με το σταγονόμετρο. Σκέφτηκα τι μπορούσα να φυτέψω, για να μην ξεραθεί και επέλεξα να «φυτέψω» πέτρες. Αυτά ήταν και τα πρώτα «λουλούδια» του κήπου και στέκουν εδώ 28 χρόνια», λέει ο Χαμπής, δείχνοντας τις πρώτες εικαστικές παρεμβάσεις στον αυλή του.

Το σπίτι που ζήτησα είχε μέσα 2 ταύρους και ο ιδιοκτήτης τους με είχε απειλήσει τότε, επειδή θα αναγκαζόταν να μετακινήσει τα ζώα του. Όταν, όμως, άρχισα να φτιάχνω τον χώρο, με λυπήθηκαν ακόμα και εκείνοι που δε με αγαπούσαν. Έφτιαξα πρώτα το σπιτάκι στο βάθος, για να έχω κάπου να μείνω. Δεν είχε τότε ούτε ηλεκτρισμό, ούτε νερό, τίποτα. Πέρασα 6 μήνες με τη λάμπα του πετρελαίου.

Η πιο όμορφη στιγμή μου ήταν το 1993 περίπου, όταν χάραζα το ‘Βασιλόπουλο της Βενετίας’. Ήμουν εντελώς μόνος μου, με το τζάκι να ανάβει, ένα μπουκάλι ζιβανία και μερικές σταφίδες.

Τότε σκέφτηκα ότι τέτοια ευτυχία δεν είχα νιώσει ξανά. Ευχαρίστως θα ξαναζούσα έτσι. Βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει από τότε και ακόμα και μετά από 30 χρόνια, συνεχίζω να δουλεύω για να φτιάξω κάθε μέρα και κάτι νέο.

Αυτή είναι η μόνη σου δουλειά από τότε;
Όχι. Είχα περάσει και από την εκπαίδευση για 21 χρόνια. Αφυπηρέτησα το 2008, ως εκπαιδευτής γραφικών τεχνών στην Τεχνική Σχολή Λεμεσού.

swipe gallery

Δεν ήταν κουραστικό το δρομολόγιο Πλατανίστεια – Λεμεσός;
Ποτέ δε με κούρασε. Με ξεκουράζει που ζω εδώ, στο χωριό. Μου άρεσε, όμως, και η δουλειά στην Τεχνική Σχολή, η συναναστροφή με τα παιδιά. Είναι συγκινητικό το πόσοι πολλοί έρχονται συχνά να με επισκεφθούν εδώ.

Πότε ήρθε κοντά το Υπουργείο;
Υπήρξε μια περίοδος, το 2000, όταν ο τότε Διευθυντής των Πολιτιστικών Υπηρεσιών είχε στηρίξει τη Σχολή. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια, δεν υπήρξε καμία βοήθεια. Μέχρι και το 2008, που εγκαινιάστηκε και το Μουσείο, η μόνη βοήθεια που είχαμε ερχόταν από χορηγούς και από εισφορές που έρχονταν από όσους αγόραζαν ένα έργο μου, που είχε τυπωθεί και πουλιόταν για τον σκοπό αυτό.

«Κάθε χαραγματιά μας είναι φως μέσα στο σκοτάδι», συνήθιζε να λέει ο μεγάλος δάσκαλος του Χαμπή, ο κορυφαίος Έλληνας χαράκτης Τάσσος. Γι’ αυτό και ο ίδιος τονίζει: «δεν ξεκίνησα να κάνω μια αυλή για εμένα, αλλά ένα χώρο όπου θα μπορεί να έρχεται ο κόσμος, γι’ αυτό και έβαλα παντού παγκάκια, για να μπορούν να κάθονται όσοι έρχονται εδώ για να δουν κάθε είδους παραστάσεις».

Τα 200 περίπου ονόματα αυτών των χορηγών, είναι σήμερα τυπωμένα σε μια πλάκα στην είσοδο του Μουσείου, τιμής ένεκεν. Ευτυχώς, αφού ξεκινήσαμε την προσπάθεια, ήρθε και η βοήθεια της Ελληνικής Τράπεζας, η οποία είχε ανθρώπους φωτισμένους, που αγαπούσαν τον πολιτισμό και αυτή επέτρεψε να γίνει πραγματικότητα το όραμα που είχαμε για τη σημερινή μορφή του Μουσείου.

Μας λείπουν τα μουσεία από την Κύπρο;
Δεν είναι τα μουσεία που λείπουν, αλλά η κουλτούρα να επισκέπτεται κανείς μουσεία. Προσωπικά, δε ρίχνω ευθύνη σε κανένα αν δεν γνωρίζει για τη χαρακτική, γιατί απλώς δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μάθει. Από τότε που βάλαμε μπροστά το Μουσείο και τη Σχολή άλλαξαν πολλά. Το 1982 ήταν μετρημένοι αυτοί που γνώριζαν τη λέξη χαράκτης, ενώ όλοι γνώριζαν τη λέξη παραχαράκτης (γέλια).

Κάθε γωνιά του χώρου είναι διακοσμημένη με λαξευτές πέτρες, ενώ στην είσοδό του έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος ο Χαμπής ένα μεταλλικό πλέγμα, με ευδιάκριτα τα ονόματα των μεγάλων καλλιτεχνών τους οποίους θεωρεί δασκάλους του.

Σήμερα, σε όλα τα σχολεία τα παιδιά δοκιμάζουν να ασχοληθούν με την χαρακτική και φτάσαμε να διοργανώνουμε εδώ και 2 χρόνια και Μπιενάλε Χαρακτικής Νέων, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας. Αυτό δε θα γινόταν ποτέ αν δεν είχε δημιουργηθεί ο χώρος αυτός, αν δεν είχε ανοίξει πριν 20+ χρόνια τις πόρτες του στον κόσμο, για να περάσει το μήνυμα ότι η τέχνη και ο πολιτισμός είναι βίωμα και όχι θεωρία.

«Τίποτα δεν είναι δύσκολο, αν το αγαπάς. Ούτε το να βρούμε το τρόπο να φτιάξουμε τον χώρο αυτό ήταν εύκολο, ούτε το να αγοράζουμε κάθε τόσο έργα μεγάλων καλλιτεχνών για να εμπλουτίζεται η συλλογή του Μουσείου. Τα πάντα μπορείς να τα κάνεις, όμως, αν τα αγαπάς».

Ο Χαμπής χρειάστηκε 30 χρόνια για να κάνει ένα όνειρο πραγματικότητα, όμως σήμερα δεν έχει πάψει να ονειρεύεται και να σχεδιάζει πράγματα για το μέλλον. Ο άνθρωπος αυτός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου, που όσο δίνει, τόσα περισσότερα γεννιούνται μέσα του, για να μπορεί να δημιουργήσει και να προσφέρει. Όταν αφηγείται όσα μεσολάβησαν μέσα σε αυτά τα χρόνια, δεν εστιάζει σε όσα και όσους τον δυσκόλεψαν ή τον πίκραναν. Ακόμα κι αν το 2018 ήταν μια δύσκολη χρονιά, με το Μουσείο και τη Σχολή να απειλούνται με κλείσιμο από την ηγεσία του χωριού, ο ίδιος επιλέγει να βλέπει κυρίως πόσοι είναι αυτοί που έχουν αγαπήσει το εγχείρημά του και τον ίδιο και πόσοι έχουν ωφεληθεί από αυτό.

Στον χώρο του Μουσείου πραγματοποιούνται τακτικά πολλές εκδηλώσεις, προσελκύοντας επιπλέον κόσμο στο χωριό, πέρα από τους επισκέπτες που φτάνουν εκεί για τα εκθέματα. «Πάντα ήθελα να έρχεται κόσμος εδώ, ήθελα μέσα από τον χώρο αυτό να γνωρίσει και να αγαπήσει τη χαρακτική, τις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα. Και το πέτυχα, νομίζω», λέει ο Χαμπής. «Όμως έχω ένα παράπονο: με τόσο κόσμο που πάει κι έρχεται, δυσκολεύομαι να βρω την ησυχία που χρειάζομαι για να δημιουργήσω. Βρήκα, λοιπόν, ένα νέο τόπο να πάω για να μονάσω, αλλά δε θα το πω σε κανένα!».

Η επιτυχία του εγχειρήματος έχει να κάνει κυρίως με την αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση που ο ίδιος έβαλε σε αυτό. Το γεγονός ότι το να δίνει τον έκανε πάντα πιο ευτυχισμένο από οτιδήποτε άλλο (όπως διαβάζει κανείς και στην επιγραφή που υποδέχεται τον κάθε επισκέπτη στο Μουσείο), τον απάλλαξε από τις αγωνίες και τους φόβους που συνήθως αναστέλλουν τα σχέδια όσων έχουν μεν ιδέες, αλλά δεν καταφέρνουν τελικά να τις κάνουν πράξη. Αν σήμερα γίνεται ένα τέτοιο αφιέρωμα από το All About Limassol (τον Επίσημο Οδηγό της Λεμεσού) στον Χαμπή και στη δουλειά του, είναι γιατί πριν κάποιος δει την πινακίδα προς Πλατανίστεια στον δρόμο, βλέπει την πινακίδα προς το μόνο Μουσείο και Σχολή Χαρακτικής της Κύπρου. Και όταν τελικά μπαίνει κάποιος στο χωριό τον υποδέχεται η εικόνα μιας γραφικής και περιποιημένης πλατείας, που δημιουργήθηκε ακριβώς χάριν στην ύπαρξη του Μουσείου. Γιατί πέρα από το να είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ο Χαμπής ο Χαράκτης έδωσε χειροπιαστό περιεχόμενο στην έννοια του να δίνεις αξία σε έναν τόπο.