26592

Ο Βάσος Αργυρίδης σε μια εξομολόγηση για τον έρωτα, τη μουσική και τη Λεμεσό!

17/12/2017
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Το κινητό του δε σταμάτησε να χτυπάει από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στο τραπέζι για τη συνέντευξη. Άλλοτε έριχνε μια κλεφτή ματιά και έκρινε ότι μπορούσε να το αφήσει για αργότερα και 2 - 3 φορές χρειάστηκε οπωσδήποτε να διακόψει την κουβέντα μας για να απαντήσει. Ήταν οι φορές που το τηλεφώνημα αφορούσε την πρόβα στο θέατρο και το πρόγραμμα των επόμενων ημερών. Όσες φορές κι αν διακόπηκε η συζήτηση, όμως, δε δυσκολεύτηκε καθόλου να τη συνεχίσει, ίσως, επειδή δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην επικοινωνία των ανθρώπων.

Ο Βάσος Αργυρίδης είναι ο άνθρωπος που δε διστάζει να σε κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, να μιλήσει σταράτα, χωρίς να φοβάται να πει αυτό που σκέφτεται. Ίσως να είναι το ελεύθερο πνεύμα του καλλιτέχνη, που δεν του επιτρέπει να κρύβει τη σκέψη του. Η τέχνη του, άλλωστε, έχει μια αμεσότητα, έναν ερωτισμό, που χαρακτηρίζει γενικά την επικοινωνία του με τον κόσμο. Γι’ αυτό και το χιούμορ, το πείραγμα και το φλερτ είναι κάτι που επιδιώκει διαρκώς.

«Μου λένε τα κορίτσια που δουλεύουν στο θέατρο τα παράπονά τους, ότι δε φλερτάρουν σήμερα οι άντρες. Νομίζω τους λείπει πια o τρόπος να το κάνουν, ή το βασικό εργαλείο, που είναι η γλώσσα. Εμείς στα 25 κάναμε χιούμορ όταν φλερτάραμε. Μπορεί και να μην ήταν πάντα πετυχημένο, αλλά ξέραμε 2 λέξεις, μιλούσαμε ελληνικά. Τώρα το Facebook και τα greeklish, με την ασφάλεια της απόστασης, είναι η λύση μπροστά στο φόβο να μην εκθέσει τη γλωσσική του γύμνια κανείς. Και οι γυναίκες έχουν την επικοινωνία πολύ περισσότερο ανάγκη απ’ όσο νομίζουμε, γιατί η θέση της γυναίκας για δεκαετίες μέσα στην κοινωνία, είχε σαν συνέπεια να μην της μιλά κανείς. Ο άντρας είχε την επιλογή να βγει από το σπίτι, να πάει στη δουλειά, στο καφενείο, να μιλήσει με κόσμο. Ενώ η γυναίκα μέσα στο σπίτι ένιωθε ότι της καταπιέζουν τη θηλυκότητα, φιμώνοντάς την. Και οι γάμοι ακόμα, που γίνονταν σε κοινωνίες όπως η δική μας με συνοικέσιο, είχαν σαν αποτέλεσμα να μη νιώθουν ούτε το συναίσθημα αυτό οι άνθρωποι, το παιχνίδι. Γι’ αυτό ακόμα και μια 70χρονη σήμερα, μόλις ακούσει κομπλιμέντο ή πείραγμα, βλέπεις ότι αμέσως ανθίζει».

Γεννημένος το 1960, είναι από τότε μέχρι σήμερα κάτοικος Αγίας Ζώνης. Η επαφή με το κέντρο της πόλης είναι διαχρονική, αυτό αποτελεί το σκηνικό των πλείστων εμπειριών του: από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του, όταν πρωτοείδε σινεμά στο τότε Παλάς (νυν Παττίχειο) με κινούμενα σχέδια του Bugs Bunny, μέχρι και τον πιο πρόσφατο σταθμό της επαγγελματικής του πορείας, στη διεύθυνση του Παττιχείου Δημοτικού Θεάτρου Λεμεσού.

«Τότε βλέπαμε σινεμά δίνοντας στην είσοδο 20 πώματα της Pepsi Cola», θυμάται, ενώ με τον κινηματογράφο συνδέεται και το πρώτο του φλερτ, στο δημοτικό ακόμα, όταν θέλησε να δείξει σε μια συμμαθήτριά του πως φιλάνε στις ταινίες (με αποτέλεσμα η μικρή να έρθει με τη μητέρα της την επόμενη μέρα στο σχολείο).

Είναι ερωτική η σχέση με το κοινό, όπως και με μια γυναίκα: προτιμάς να τραβήξεις την προσοχή της γυναίκας που δεν έχει γυρίσει να δει ποτέ κανένα...

«Σάββατο μεσημέρι είχε κινούμενα σχέδια και το διαφημιστικό κόλπο της εποχής μας έδινε την ευκαιρία να δούμε την προβολή με πώματα, αντί εισιτήριο. Ήταν λαϊκό θέαμα, άλλωστε, το σινεμά. Έτσι, γυρίζαμε στα καφενεία, που πετούσαν κάτω τα πώματα, για να τα μαζέψουμε και να μπορέσουμε να δούμε την ταινία. Λίγα χρόνια πριν αναλάβω στο Παττίχειο, είχα κάνει τη σκέψη να αναβιώσουμε τη συνήθεια αυτή, στο πλαίσιο μια προσπάθειας για να ζωντανέψουν τα χωριά κοντά στη Λεμεσό, με κάποιες φεστιβαλικές εκδηλώσεις με μουσική και σινεμά».

Πατέρας δημοτικός υπάλληλος, μητέρα οικοκυρά, με μόρφωση γυμνασίου, αρκετά ψηλή για την εποχή. Θυμάται πως, αν και στο δικό του σπίτι δεν πείνασαν ποτέ, υπήρχαν οικογένειες με σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα και παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο ξυπόλητα. Σε ένα περιβάλλον που δεν τα είχε όλα, χωρίς όμως να λείπουν τα ουσιώδη, εκεί όπου κανένα άλλο μέλος της οικογένειας δεν είχε σχέση με τις τέχνες, οι γονείς του μπόρεσαν να αναγνωρίσουν και να ενθαρρύνουν το δικό του ταλέντο από πολύ νωρίς. 

Υπήρχε φτώχεια στη Λεμεσό, αλλά δεν υπήρχε έντονος κοινωνικός διαχωρισμός και στην αυλή του σχολείου έπαιζαν όλοι με όλους.

«Υπήρχε έντονη αλληλεγγύη τότε και όλοι βοηθούσαν σε τέτοιες περιπτώσεις. Τα σπίτια ήταν πιο κοντά και οι γείτονες στήριζαν όσους είχαν ανάγκη», θυμάται, αλλά συμπληρώνει πως «δεν υπήρχε έντονος κοινωνικός διαχωρισμός και στην αυλή έπαιζαν όλοι με όλους». Σχολείο πήγε στη Β’ Αστική Σχολή και έχει να το θυμάται ακόμα, όταν το 1967 άρχισαν το προμηνύματα της μεγάλης καταστροφής του ’74, με χαρακώματα να ανοίγουν στην αυλή του σχολείου, αλλά και σε σπίτια ακόμα, ενώ οι εκπαιδευτές της Πολιτικής Άμυνας έδιναν οδηγίες για τη χρήση τους.

Έφηβος ετών 57, στις γειτονιές του κέντρου...

Τα κινούμενα σχέδια στο Παλλάς ήταν και η πρώτη επαφή με το χώρο του σημερινού Δημοτικού Θεάτρου;
Ουσιαστικά, εγώ περνούσα κάθε καλοκαίρι στο οικογενειακό κέντρο «Ακρόπολις», που είχε ο παππούς μου επί της οδού Γλάδστωνος. Στη γύρω περιοχή υπήρχαν συνολικά 3 θερινά σινεμά - το Αλάμπρα, το Γιορδαμλή, το καλοκαιρινό Παλάς (που είναι σήμερα ο χώρος στάθμευσης του Παττιχείου) και το χειμερινό Παλάς, δηλαδή το σημερινό Παττίχειο. Επομένως, για εμένα είναι πολύ οικεία η περιοχή. Κάποιοι άνθρωποι και χώροι παραμένουν ακόμα ίδιοι.

Έχει αλλάξει σήμερα ο κόσμος της Λεμεσού;
Ναι, σήμερα βλέπουμε πιο έντονα τον κοινωνικό διαχωρισμό. Σήμερα υπάρχει η εικόνα, δηλαδή η δυνατότητα να παρουσιάσεις αυτό που είσαι δημόσια και να μη γίνεται αντιληπτό μόνο από αυτόπτες μάρτυρες. Η τηλεόραση έδωσε τη δυνατότητα να αναπαράγονται εικόνες, μετά τα πρωτοσέλιδα σε life style περιοδικά δημιουργούσαν πρότυπα και μετά ήρθε και το Facebook. Μου έδειξε πριν λίγο καιρό η γυναίκα μου κάτι που της είχαν στείλει και έλεγε: Φαντάστηκες να έκανες στο δρόμο αυτό που κάνεις στο Facebook; Θα στεκόσουν δίπλα σε κάποιους στο δρόμο και θα έκανες “like” με τον αντίχειρα σηκωμένο όταν θα έλεγαν κάτι, θα έβγαζες 2 φωτογραφίες από την τσέπη και θα έδειχνες τα παιδιά σου και την οικογένειά σου στους περαστικούς κλπ. Στο τέλος, σίγουρα θα είχες αρκετούς followers, δηλαδή κάμποσους αστυνομικούς και 2 – 3 ψυχίατρους.

Από νωρίς ήξερα ότι στα αυτιά μου άκουγα κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Οι γονείς με έβαλαν στο Δημοτικό Ωδείο Λεμεσού, σε μια εποχή που από 100 περίπου παιδιά, μόλις 3 μάθαιναν μουσική.

Έτσι, σήμερα έρχεται το περιοδικό, σε βαφτίζει σοσιαλιτέ χωρίς να έχεις κάνει κάτι ιδιαίτερο. Εμφανίστηκαν στη ζωή μας επαγγέλματα που βασίζονται στο γεγονός ότι μπορείς να πουλήσεις ακριβά τη ματαιοδοξία κάποιου. Αν σήμερα, εσύ και εγώ αποφασίσουμε να βγάλουμε ένα περιοδικό, μπορεί να μην έχει κανένα απολύτως περιεχόμενο, πέρα από τη ματαιοδοξία του καθενός. Η κυρία που θα γίνει εξώφυλλο, μπορεί να έχει και σύζυγο επιχειρηματία και έτσι εξασφαλίζουμε και μερικά διαφημιστικά πακέτα. Μπορεί να ζηλέψει και η φίλη της κυρίας και να θέλει αντίστοιχη προβολή κ.ο.κ. Και έτσι αναπαράγουμε την εικόνα μιας κοινωνίας που δεν έχει τίποτα να δείξει.

Πότε κατάλαβες ότι έχεις ταλέντο στη μουσική;
Η υποψία ότι κάτι παίζει ήρθε όταν ήμουν 7 – 8 χρονών. Έπιασα τον εαυτό μου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού να μελοποιώ ό,τι έβλεπα γύρω μου: επιγραφές στο δρόμο, ονόματα στον τηλεφωνικό κατάλογο κλπ. Μετά ξεκίνησα μουσική στο ωδείο, αλλά από νωρίς ήξερα ότι στα αυτιά μου άκουγα κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Οι γονείς μου αντιλήφθηκαν επίσης ότι είχα αυτό το χάρισμα και με έβαλαν από νωρίς στο Δημοτικό Ωδείο Λεμεσού, σε μια εποχή που από 100 περίπου παιδιά, μόλις 3 μάθαιναν μουσική.

Το να ξέρει κάποιος ότι είναι δημοφιλής ή γνωστός, δεν είναι κακό. Το πώς το διαχειρίζεσαι είναι το θέμα. Το παίζεις κάπως, το πουλάς, θέλεις να το κεφαλαιοποιήσεις;

Τι σήμαινε η απόφαση να ακολουθήσεις τη μουσική σαν επάγγελμα;
Δουλεύω σκληρά. Στο Παττίχειο είμαι από την 1 Αυγούστου 2016. Στα 57 μου, αυτή είναι η πρώτη επίσημη δουλειά που έχω στη ζωή μου, δηλαδή με μισθό κανονικά στο τέλος του μήνα, όπως ο περισσότερος κόσμος. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν μια πάνω μια κάτω. Υπήρξαν και περίοδοι που δανειζόμουν για να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητο. Έχει τύχει να με συντηρεί και η γυναίκα μου σε κάποιες περιόδους. Σίγουρα δεν έκανα λεφτά από τη μουσική και ούτε πρόκειται να κάνω. Σε μια συναυλία, ανάλογα με τον όγκο της δουλειάς, μπορεί να βγάλω από €400 - €500 μέχρι και €2.000. Στο εξωτερικό, εξαρτάται από το έργο. Βέβαια, τα λεφτά δεν είναι αυτά που νομίζει κανείς. Άλλωστε, εγώ δούλεψα κυρίως με μελοποιήσεις σε θέατρο και τηλεόραση, δεν έκανα τα μεγάλα σουξέ στη δισκογραφία.

Από την 1 Αυγούστου του 2016, ο Βάσος Αργυρίδης ανέλαβε το ανακαινισμένο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, που λειτούργησε για πρώτη φορά μετά από 1 δεκαετία. Σε αυτό τον χώρο, το παλιό σινεμά Παλάς, ο μικρός Βάσος έβλεπε κινούμενα σχέδια τη δεκαετία του 1960.

Πως είναι η καθημερινότητα ενός επαγγελματία στη μουσική;
Είμαι άνθρωπος που δουλεύει πρωί. Ξεκινάω από νωρίς. Από τις 7:30 κάθομαι στο γραφείο με τον καφέ και γίνεται όλη η δουλειά μέχρι τις 10:00 – 10:30, με το μυαλό μου να έχει τόση διαύγεια και δύναμη, ώστε να νιώθω ότι μπορεί να σηκώσει ένα ολόκληρο σπίτι. Στο επάγγελμά μας, κάποιοι προτιμούν να δουλεύουν νύχτα. Εγώ τη νύχτα γονιμοποιούμαι και το πρωί γεννώ. Μπορεί τη νύχτα, ενώ τρώμε μαζί, εγώ να ενορχηστρώνω.

Νύχτα δουλεύω μόνο όταν ο χρόνος πιέζει και πρέπει κάτι να παραδοθεί. Αλλά το πρωί είναι ο γόνιμος χρόνος για εμένα. Επίσης, επειδή είμαι επικοινωνιακός άνθρωπος, δε θα χαραμίσω την ευκαιρία να πάω για μια μπύρα με ένα φίλο το βράδυ. Αυτό δεν το θυσιάζω πια, σε σημείο που – και στη δουλειά να είμαι – αν κάποιος φίλος μου προτείνει μια βόλτα, για μια μπύρα, κανένα σουβλάκι στα στέκια μας, τα παρατάω όλα, ενδίδω.

Σίγουρα δεν έκανα λεφτά από τη μουσική και ούτε πρόκειται να κάνω. Έχει τύχει να με συντηρεί και η γυναίκα μου σε κάποιες περιόδους.

Είναι πολυτέλεια του επαγγέλματος αυτή;
Είναι απόφαση. Είναι ένας τρόπος να γευθείς όλη τη γκάμα της ζωής.

Δεν έχεις ανάγκη να δουλεύεις;
Φυσικά και έχω. Έχουμε παιδιά να σπουδάσουμε, σπίτια να συντηρήσουμε. Η εργασία μου ήταν πάντα το μόνο μου εισόδημα. Ούτε θείο στην Αμερική έχω, ούτε καμιά κληρονομιά. Τα μικρά πράγματα μπορείς να τα αγοράζεις εύκολα. Αν τύχει να σε ικανοποιούν τα μικρά πράγματα, η ζωή σου θα είναι πιο εύκολη. Αλλά η αθανασία κερδίζεται από το να ζεις τις στιγμές, όχι μέσα από την αναβολή.

Δε μετάνιωσες για υποχρεώσεις που άφησες να περιμένουν για αργότερα, στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης;
Αν τα βάλω στη ζυγαριά, είναι πιο πολλές οι φορές που μετάνιωσα για πράγματα που έκανα, παρά για πράγματα που δεν έκανα. Ο Γκάτσος είχε πει ότι δεν έχουμε κάλυψη χρόνου, δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, νομίζοντας ότι έχουμε το χρόνο να τα κάνουμε. Μπορείς πάντα να κάνεις κάτι, εφόσον το προγραμματίζεις και δεν το αναβάλλεις για ύστερα. Όπως τώρα, θα μπορούσα να πω ότι είναι τόσες οι δουλειές στο θέατρο, ώστε είναι αδύνατο να βρίσκομαι σήμερα εδώ. Όμως είμαι. Είναι αυτό που θέλω να περάσω και σε φίλους και στα παιδιά μου: αν έχεις 5 πόρτες ανοιχτές μπροστά σου, σταμάτα να μπαινοβγαίνεις μόνο από τη 1.

Το «δεν έχω χρόνο» το θεωρείς δικαιολογία;
Όχι, δεν είναι δικαιολογία. Είναι μάλλον ανασφάλεια, που πηγάζει από τη συνήθεια. Στη ζωή μας στο σύγχρονο κόσμο, που ορίζεται από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, από τις τράπεζες, το χρήμα, το κέρδος, μας φόρτωσαν με το άγχος ότι πρέπει να δουλέψουμε για να ζήσουμε. Υπήρξαν, λοιπόν, φορές, που έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μη γίνει μια δουλειά, για να μπορέσω να απολαύσω τη συναναστροφή με τους ανθρώπους. 

Ήταν αυτός ο τρόπος σκέψης στην οικογένεια που μεγάλωσες;
Όχι, στο σπίτι ο πατέρας δούλευε για να μας συντηρήσει και υπήρξε και εποχή που έκανε και δεύτερη δουλειά και μπλέχτηκε και η μητέρα με αυτό, σε μια βιοτεχνία με πλεχτά. Δεν προέκυψε από το σπίτι αυτός ο τρόπος σκέψης. Ο δρόμος κάθε ανθρώπου είναι ιδιωτικός. Αν είσαι αυτό που είσαι, είναι γιατί έτσι έπρεπε να είσαι. Ακόμα κι αν πεις ότι θέλεις να ακολουθήσεις το δρόμο κάποιου άλλου, θα είναι στην ουσία διαφορετικός δρόμος και όχι ο ίδιος με εκείνου. Είναι ένα μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα, βέβαια, αν επιλέγουμε τον δρόμο, ή αν κάποιος μας ρίχνει σε αυτόν και εμείς επιλέγουμε μόνο αν θα περπατήσουμε αργά, γρήγορα, με σταθμούς. Δεν ξέρω αν επέλεξα εγώ το δρόμο μου, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο.

Αν τα βάλω στη ζυγαριά, είναι πιο πολλές οι φορές που μετάνιωσα για πράγματα που έκανα, παρά για πράγματα που δεν έκανα. Ο Γκάτσος είχε πει ότι δεν έχουμε κάλυψη χρόνου...

Η συμπεριφορά, ο χαρακτήρας από πού ορίζεται;
Ερχόμαστε στον κόσμο με κάποια χαρακτηριστικά, με μια πρώτη ύλη, αλλά αυτό δεν είναι το τελικό προϊόν. Αυτή η πρώτη ύλη τυγχάνει επεξεργασίας και έχει να κάνει με το τι επιλέγεις.

Είσαι άνθρωπος της καλοπέρασης;
Όχι, ας μην τα μπερδεύουμε. Ο καλοπερασάκιας είναι εγωιστής, εαυτούλης. Εγώ δεν είμαι έτσι. Εγώ θέλω να περνούν καλά αυτοί που είναι δίπλα μου. Τότε είμαι ευτυχής. Αν περνούν καλά επειδή εγώ είμαι δίπλα τους, είμαι ακόμα πιο ευτυχής. Μου αρέσει να περνώ καλά, με την έννοια ότι έχω μειώσει τους συμβιβασμούς που έκανα στα 20, 25, 30.

Είσαι άνθρωπος που κάνεις χάρες, όταν σου τις ζητούν;
Ναι, πολύ συχνά. Συνήθως ενδίδω, ακόμα κι αν δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω, γιατί όταν μου το ζητούν ντρέπομαι να αρνηθώ και δεν μπορώ να βρω μια δικαιολογία. Δε λέω όχι εύκολα, γιατί όταν κάποιος φίλος ζητά τη βοήθεια, είναι δύσκολο για εμένα να αρνηθώ. Η μόνη μου άρνηση είναι το «δεν μπορώ να υποσχεθώ, αλλά θα δω τι μπορώ να κάνω».

Στα 57 του, το θέατρο είναι η πρώτη του «κανονική» δουλειά, με μισθό στο τέλος κάθε μήνα. Όση ώρα κράτησε η συνέντευξη, τα μόνα τηλεφωνήματα που απάντησε αμέσως ήταν αυτά που αφορούσαν το θέατρο.

Γιατί το κάνεις αυτό;
Δεν ξέρω. Η γυναίκα μου λέει ότι φταίει που είμαι πολύ καλός και θέλω να δίνω χαρά σε άλλους. Με τη θέση που έχω τώρα στο θέατρο, νομίζω ότι μπορώ να στηρίξω νέους καλλιτέχνες, που έρχονται με σπουδές και έχουν τόσες δυσκολίες στο ξεκίνημά τους. Ήμουν κι εγώ στη θέση τους και ήμουν τελείως μόνος το 1986, όταν γύρισα με μάστερ στη μουσική από τη Μόσχα και με όπερα στη Γερμανία στα 30 μου. Στην Κύπρο δεν έβρισκα μουσικούς να παίξω σε συναυλία. Ήμασταν 5 – 6 άτομα μόνοι μας τότε. Είμαστε η πρώτη ή δεύτερη γενιά μουσικών με σπουδές στη Λεμεσό και γενικά στην Κύπρο.

Όταν επέστρεψες στη Λεμεσό, μπόρεσες να κάνεις πράγματα;
Τότε ήμουν 26 χρονών, είχα πολλά όνειρα και ήμουν έτοιμος να τα κάνω όλα. Έχω ένα στοιχείο που με βοηθάει πάντα, όμως, και αυτό είναι ότι δε με πιάνει ποτέ μιζέρια. Ακόμα και στις μεγαλύτερες δυσκολίες, είχα πάντα θετικό πρόσημο. Και, ναι, πέρασα πολύ δύσκολες στιγμές, που μπορώ να πω ότι μπορεί να μην το ήξερε κανένας, πέρα από 1-2 ανθρώπους. Μου έτυχε να μην έχω λεφτά ούτε για τσιγάρα, αλλά δεν το έλεγα στους γονείς μου, για να μην τους στεναχωρήσω.

Εγώ θέλω να περνούν καλά αυτοί που είναι δίπλα μου. Τότε είμαι ευτυχής. Αν περνούν καλά επειδή εγώ είμαι δίπλα τους, είμαι ακόμα πιο ευτυχής.

Όμως ποτέ δεν έπεσα στη μιζέρια. Στην Κύπρο, ιστορικά μπορεί να κληρονομήσαμε τη μιζέρια, επειδή είχαμε αφέντες διαφόρους, αλλά πάντα πρέπει να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο. Δηλαδή, ακόμα κι αν μου φέρεις ατελείωτα πλούτη, πως θα είμαι χαρούμενος αν δεν είναι όλοι δίπλα μου έτσι; Θα κλειστώ σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων και να περνώ ωραία, όταν δίπλα μου ο κόσμος δεν είναι καλά;

Έτυχε να κάνεις δουλειές που δε σε εξέφραζαν, γιατί έπρεπε να δουλέψεις;
Ναι, αλλά δε χαλάστηκα ιδιαίτερα από αυτό. Περισσότερο έκανα τέτοιες δουλειές όσο ήμουν πιο νέος και δεν έβλεπα ότι κάτι μπορεί να μη μου ταίριαζε, αλλά εξελισσόταν έτσι στην πορεία.

Γι’ αυτό δεν ασχολήθηκες ποτέ με την τηλεόραση;
Με το μέσο δεν έχω τίποτα. Άλλωστε είμαι λάτρης της τεχνολογίας και η τηλεόραση είναι ένα επίτευγμα που μπορεί να σου μεταφέρει στο σπίτι εικόνα, που δεν μπορείς να δεις έξω. Εγώ, όμως, θα ήθελα και μια τηλεόραση που να σε βγάζει από το σπίτι σου, που να σου λέει «φύγε, δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς εμένα 24 ώρες το 24ωρο. Πήγαινε κι ένα θέατρο, δες τους φίλους σου». Όμως φτάσαμε σε ένα σημείο που η τηλεόραση διεκδικεί την απόλυτη προσοχή του κοινού, μήπως χάσεις κανένα λεπτό.

«Μπορεί όταν μπαίνω σε μια συζήτηση να έχω έντονο ύφος, αλλά όσο διατυπώνω την άποψή μου, κρατάω σε ένα χαρτάκι στην τσέπη μου μια σημείωση ότι μπορεί και να κάνω λάθος».

Από τη στιγμή που το αντικείμενό της είναι η εικόνα, πρέπει να μου μεταφέρει θέαμα, σειρές, ντοκιμαντέρ, αθλητικά γεγονότα. Έτσι έχω μπροστά μου θέαμα και πληροφόρηση από απόσταση, που δε θα μπορούσα να έχω διαφορετικά. Ενώ, όμως, θα μπορούσε να είναι ένα μέσο παραγωγής πολιτισμού και κοινωνικοποίησης, όχι απομόνωσης, έχει γίνει ένα αδηφάγο μέσο, που σε θέλει συνέχεια καθηλωμένο μπροστά της.

Τι θα γινόταν αν μια μέρα όλοι οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών αποφάσιζαν να κλείσουν το πρόγραμμα και σου έλεγαν βγες από το σπίτι σου; Θυμάμαι, ακόμα, ότι όταν έκανα ραδιόφωνο, έκανα τέτοια πειράματα. Ανακοίνωνα ότι θα έκλεινα το μικρόφωνο για 1 λεπτό και το έκανα, για να δω πως θα αντιδράσει το κοινό. Το έβλεπα διαφορετικά όλο αυτό, ενώ γενικά, και στην Κύπρο και στο εξωτερικό, όσοι έπιασαν μικρόφωνο ή βγήκαν στη σκηνή, πήραν ένα περισπούδαστο ύφος, απέκτησαν σημαντικότητα, αλλοίωσαν ακόμα και τη φωνή τους. Εγώ ήθελα να δείξω ότι είμαστε μια παρέα. Το ραδιόφωνο, άλλωστε, δε σε καθηλώνει, ούτε σε απομονώνει. Μπορείς να το έχεις στο χέρι και να κυκλοφορείς στο δρόμο.

Ο δρόμος κάθε ανθρώπου είναι ιδιωτικός. Αν είσαι αυτό που είσαι, είναι γιατί έτσι έπρεπε να είσαι. Ακόμα κι αν πεις ότι θέλεις να ακολουθήσεις το δρόμο κάποιου άλλου, θα είναι στην ουσία διαφορετικός...

Υπάρχει ακόμα κόσμος που κυκλοφορεί έτσι στη Λεμεσό;
Υπήρξαν πολλοί, όλα τα χρόνια που έκανα ραδιόφωνο, και υπάρχουν ακόμα. Η κα Μαρία είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, αν και δεν είναι η μόνη. Θα τη δεις συχνά στη Λεμεσό να κυκλοφορεί στο δρόμο, με το ραδιοφωνάκι της να εκπέμπει Κανάλι 6. 

Δεν ένιωσες ποτέ σταρ;
Όχι. Το να ξέρει κάποιος ότι είναι δημοφιλής ή γνωστός, δεν είναι κακό. Το πώς το διαχειρίζεσαι είναι το θέμα. Το παίζεις κάπως, το πουλάς, θέλεις να το κεφαλαιοποιήσεις; Εμένα δε με αφορά κάτι τέτοιο. Προσωπικά, ξέρω ότι είμαι αρκετά επικοινωνιακός και ό,τι έκανα στο ραδιόφωνο το κάνω και στο δρόμο καθημερινά.

Έχεις αλαζονεία σαν άνθρωπος;
Όχι, θεωρώ ότι έχω μηδέν αλαζονεία. Η επωνυμία δεν ήταν ποτέ στόχος, αλλά το αποτέλεσμα όσων έκανα στη ζωή μου. Αυτό δεν αλλάζει το χαρακτήρα μου. Είμαι πολύ λαϊκός τύπος. Όταν με δεις έξω με φίλους, σε στέκια λαϊκά και ταβερνάκια, είμαι με τις φόρμες και το τζιν μου. Δεν έχω κουστούμι, ούτε γραβάτα στο σπίτι. Ούτε υπερόπτης είμαι. Ξέρω ποιος είμαι. Ο Σταύρος Ξαρχάκος μου είπε και το εξής: «Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνο η σημαία».

Όσο μια κοινωνία κρατά τον πολίτη μέσα στο σπίτι, δεν μπορεί να πάει μπροστά. Η ποιότητα ζωής σημαίνει ότι υπάρχει χώρος. όπως είναι οι πλατείες, για να αναπνέεις και να συναναστρέφεσαι κόσμο.

Είσαι απόλυτος;
Όχι. Μπορεί όταν μπαίνω σε μια συζήτηση να έχω έντονο ύφος, αλλά όσο διατυπώνω την άποψή μου, κρατάω σε ένα χαρτάκι στην τσέπη μου μια σημείωση ότι μπορεί και να κάνω λάθος. Είναι κάτι που το έβαλα αρκετά αργά στη ζωή μου, βέβαια, αυτό. Οι εποχές μας τσαλάκωσαν και κατέστρεψαν αρκετούς μύθους και γι’ αυτό απαιτώ και από το συνομιλητή μου να έχει την ίδια διάθεση. Προτιμώ να χάνω μια συζήτηση, αλλά να κερδίζω τον προβληματισμό του συνομιλητή μου. Με ενδιαφέρει να επικοινωνώ σωστά. 

Επιδιώκεις να τοποθετείσαι, όμως, ιδίως σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.
Ναι. Είμαι ένας άνθρωπος του πολιτισμού και μπορεί να συμπεριλαμβάνομαι και στο κομμάτι που λέγεται διανόηση σε έναν τόπο. Επίσης, μέσα από τη δουλειά αυτή εκτίθεμαι, έχω δημόσιο λόγο αρκετά συχνά, επομένως είναι εύκολο να ξέρει κανείς τι πιστεύω. Δεν είμαι κρυψίνους, άλλωστε. Βέβαια, πολλοί στην οικογένειά μου λένε συχνά να μη λέω τόσα πολλά. Είμαι ένας άνθρωπος της αριστεράς, αν και διαφώνησα με το κόμμα της αριστεράς στην Κύπρο, κυρίως σε θέματα εθνικής ταυτότητας.

Εδώ και 1 χρόνο από τα επίσημα εγκαίνιά του, το Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο έχει φιλοξενήσει σπουδαίες παραστάσεις, από μπαλέτο και jazz, μέχρι musical από το εξωτερικό, ενώ αποτελεί βήμα και για τους νέους, ντόπιους καλλιτέχνες.

Οραματίζομαι έναν κόσμο με κοινωνική δικαιοσύνη, με αλληλεγγύη, στον οποίο όλοι θα έχουν πρόσβαση στην παιδεία, την υγεία, τη στέγη και την εργασία, με αξιοπρεπείς συνθήκες και εισόδημα που θα σου επιτρέπει να συντηρήσεις την οικογένειά σου και να περνάς καλά. Το παράδοξο είναι ότι κατέρρευσε το σύστημα που τα εξασφάλιζε όλα αυτά, αντί να καταρρεύσει αυτό που ζούμε σήμερα. Και γιατί; Γιατί είχε γραφειοκρατία, δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν, δεν είχαν τζιν για να φορέσουν και δεν είχαν ελευθερία του λόγου. Μήπως εμείς σήμερα έχουμε ελευθερία του λόγου; Αυτά που λέμε σήμερα θα με καλούσαν ποτέ να τα πω στην τηλεόραση; Αν δεν χαϊδεύεις τα αυτιά της εξουσίας δεν προβάλλεσαι. 

Έζησες στη Μόσχα την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Παραμένεις σήμερα αριστερός;
Σήμερα είμαι πιο αριστερός. Σήμερα το κράτος, αντί να είναι αυτό που σε φροντίζει και σε προστατεύει, είναι αυτό που βάζει το χέρι μέσα στην τσέπη σου, είναι ο ανταγωνιστής σου. Γίνεται να μην ενδιαφέρεται το κράτος αν έχεις δουλειά εσύ; Σήμερα πολλοί ονειρευόμαστε ένα καλύτερο κόσμο και δεν είναι κάτι ρομαντικό αυτό, ορίζεται με κοινωνικοπολιτικούς όρους. Γι’ αυτό πρέπει να περάσουμε από την ευχή στη γνώση, να γνωρίζουμε ποιοι είναι πίσω από όσα συμβαίνουν και για ποιο λόγο συμβαίνουν.

30+ χρόνια έρωτας με τη μουσική...

Έχεις γράψει τραγούδια για πολλούς δημοφιλείς καλλιτέχνες.
Ναι, είναι γνωστή η επιτυχία που κάναμε με τον Κώστα Μακεδόνα με το «Ταξί», όπως και οι δουλειές με τον Δημήτρη Μπάση. Έχει τραγουδήσει και ο Νταλάρας τραγούδια μου σε ταινία, και η Τσαλιγοπούλου, επίσης. Έχω δουλέψει με όλους σχεδόν.

.

Έχω γράψει μουσική για αρκετές ταινίες και θεατρικά έργα. Με τον σκηνοθέτη Αντρέα Πάντζη έχω γράψει μουσική για τις ταινίες «Η σφαγή του Κόκορα», «Το Τάμα», “Η χαρά και η θλίψη του σώματος” και 2 ντοκιμαντέρ για το πέρασμα του Σεφέρη και τις φωτογραφίες που τράβηξε στην Κύπρο για την Ελληνική Κρατική Τηλεόραση. Το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Την ώρα που κόπηκε ο καιρός» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου μου είχε χαρίσει το βραβείο καλύτερης μουσικής στο φεστιβάλ Δράμας το 1993, ενώ για την ταινία του Άντη Ροδίτη «Κύπρος: Μόνη στον αέρα και στη θάλασσα», κερδίσαμε το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ του Χιούστον στο Τέξας. Μια ιδιαίτερα σημαντική δουλειά για μένα είναι οι διασκευές μου πάνω στην παραδοσιακή μουσική της Κύπρου για τη Συμφωνική Ορχήστρα Μόσχας που δισκογραφήθηκε, ενώ στα 30 μου χρόνια μετά από ανάθεση του Γερμανικού θεάτρου Phalztheater έγραψα την όπερα “Μανώλη”, σε λιμπρέτο του Γιώργου Νεοφύτου, η οποία παρουσιάστηκε στη Γερμανία σε 2 διαφορετικές παραγωγές. Αυτή η όπερα στη Γερμανία ήταν και η πρώτη μεγάλη μου διεθνής επιτυχία, η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ έγινε και πρωτοσέλιδο σε εφημερίδα κυκλοφορίας 300.000 φύλλων, την Deutche Zeitung.

Ποιο θεωρείς το μεγαλύτερο έργο σου μέχρι σήμερα;
Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Ξέρεις, εμείς οι δημιουργοί, συχνά κρίνουμε με βάση τον όγκο κάθε μας έργου, όμως ο κόσμος δεν τα ξεχωρίζει έτσι. Για παράδειγμα, ο κόσμος έχει αγαπήσει πολύ τα λίγα στιχάκια του Λιπέρτη που μελοποίησα στην «Απόκριση». Σίγουρα με συγκινεί πολύ αυτό. Ξέρω, όμως, υπάρχουν και κάποιες δουλειές πιο «βραδύκαυστες». Οι κυπριακοί χοροί που διασκεύασα για τη συμφωνική ορχήστρα, είναι ένα σημαντικό κομμάτι για τον τόπο και θα ακούγονται πιο μετά και ίσως και να διδάσκονται ακόμα. Αλλά, ακόμα κι ένα τραγουδάκι 3 λεπτά, καταφέρνει να το ξεχωρίζει τόσος κόσμος…

Είναι πιο σημαντικό, τελικά, αυτό το τραγουδάκι στην επικοινωνία με τον κόσμο;
Η ποσότητα είναι πάντα κολακευτική. Για παράδειγμα, σίγουρα είναι ωραίο να παίζεις μουσική σε ένα θέατρο με 600 ενθουσιασμένα άτομα. Αλλά, περισσότερο θα με γοητεύσει να ερωτευτούν τη μουσική μου τα 80 άτομα που δύσκολα θα προσέξουν κάτι. Είναι ερωτική η σχέση με το κοινό, όπως και με μια γυναίκα: προτιμάς να τραβήξεις την προσοχή της γυναίκας που δεν έχει γυρίσει να δει ποτέ κανένα, παρά 100 οποιωνδήποτε γυναικών. Έτσι είναι και με την τέχνη.

Η θέση του διευθυντή θεάτρου σε ενδιέφερε πάντα;
Όταν προκηρύχθηκε η θέση στο Παττίχειο εξέφρασα το ενδιαφέρον μου. Μου άρεσε η ιδέα να συνεχίσω το έργο μου με αυτό τον τρόπο, έχοντας μια θέση στο στρατηγικό σχεδιασμό του προϊόντος ενός θεάτρου. Μέσα από αυτό δημιουργούμε τη σφραγίδα του θεάτρου, ενώ παράλληλα κάνουμε και κάποια πράγματα πιο εύκολα και πιο απλά, φιλοξενώντας κάποιες παραστάσεις. Κάνουμε μια δουλειά που έχει πετυχημένο περιεχόμενο, ποικιλία και πολυμορφία, που δίνει την ευκαιρία και σε ντόπιους καλλιτέχνες να συναντηθούν με το κοινό. Ο ρόλος μας είναι να γινόμαστε γέφυρα μεταξύ καλλιτέχνη – παραγωγού – κοινού, αλλά και η μήτρα που γεννά ιδέες.

Το γραφείο μου είναι πάντα ανοιχτό και βοηθούμε να γίνουν πράγματα. Ποτέ δε μου άρεσε να με θαυμάζουν σα να είμαι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Κάποιος τις προάλλες με χαρακτήρισε ως τον «πιο προσβάσιμο διευθυντή» με τον οποίο επικοινώνησε, χωρίς αναμονή και μηνύματα σε ιδιαιτέρες γραμματείς. 

Θα ήθελα και μια τηλεόραση που να σε βγάζει από το σπίτι σου, που να σου λέει «φύγε, δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς εμένα 24 ώρες το 24ωρο. Πήγαινε κι ένα θέατρο, δες τους φίλους σου». 

Την ίδια στιγμή, το θέατρο γίνεται και ένας χώρος επιμόρφωσης, ειδικά για τη Λεμεσό, όπου ένα θεσμοθετημένο θέατρο δεν υπήρχε σαν αντικείμενο εργασίας στη Λεμεσό, μέχρι πριν το Ριάλτο. Οι ταξιθέτες, οι ταμίες, οι τεχνικοί, είναι επαγγέλματα που ουσιαστικά τώρα εδραιώνονται. Εγώ σκέφτομαι καμιά φορά να βάλω και το προσωπικό του θεάτρου να βλέπει υποχρεωτικά 2 – 3 παραστάσεις μέσα στο μήνα. Μέσα από όλο αυτό πρέπει να αφήσουμε και κάτι πίσω μας.

Είμαστε πίσω στην κουλτούρα του θεάτρου, δηλαδή;
Δεν είμαστε πίσω ακριβώς. Στην Κύπρο, υπήρξε μια περίοδος που η ζήτηση για πολιτισμό ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά. Το κοινό ήταν πιο έτοιμο από εμάς. Η νέα γενιά βγήκε στο εξωτερικό, μορφώθηκε, είδε πράγματα, αλλά όταν γύρισε στην Κύπρο και τα αναζήτησε, δε βρήκε κάτι.

Το Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, με χωρητικότητα άνω των 700 ατόμων, αποτελεί χώρο ψυχαγωγίας για περισσότερο από μισό αιιώνα στην πόλη.

Είναι για ελίτ κοινό το περιεχόμενο του Παττιχείου;
Όχι, υπάρχουν και λαϊκές παραστάσεις. Μπορεί κάποια πράγματα είναι πιο απαιτητικά, αλλά υπάρχει υλικό για όλους.

Είναι πιο «κουλτουριάρικο» το θέατρο;
Ο κάθε χώρος φιλοξενεί το πρόγραμμα που του ταιριάζει. Για παράδειγμα, σε κάποιους καλλιτέχνες ταιριάζει να κάνουν συναυλίες σε θέατρα. Σε άλλους καλλιτέχνες ταιριάζει να τραγουδούν σε άλλες σκηνές ή νυχτερινά μαγαζιά. Το ζήτημα είναι ότι και το κοινό του καθενός, θέλει να τους βλέπει στο φυσικό του χώρο. Θα ήθελε κανείς να ακούσει έναν τραγουδιστή με ελαφρό λαϊκό ρεπερτόριο, χωρίς να μπορεί να πιει και το ποτό του, για παράδειγμα;

Εσύ τι μουσική ακούς;
Σπούδασα στη βάση της κλασικής συμφωνικής και σύγχρονης μουσικής, θαυμάζω τους μεγάλους συμφωνιστές και ειδικά τον Μπετόβεν. Θεωρώ το ελληνικό, λαϊκο τραγούδι σαν ένα παγκόσμιο επίτευγμα, όπου ο ποιητικός λόγος μέσω της μουσικής μεταφέρεται στα χείλη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είμαι λάτρης του λαϊκού και του ρεμπέτικου. Στο κέφι πάνω θα σηκωθώ, θα χορέψω και θα τραγουδήσω κιόλας, ακόμα κι αν δεν το κάνω καλά.

«Πίσω από κάθε φωτογραφία της Λεμεσού, υπάρχει ένα πρόσωπο...»

Θεωρείς ότι είναι ικανοποιητικός ο τρόπος που προβάλλεται η Λεμεσός;
Από την αρχαιότητα, η πόλις ήταν το άθροισμα της εργασίας των πολιτών της, δηλαδή και η αρχιτεκτονική, και η έρευνα και η γνώση, και η αγορά (δηλαδή οι χώροι συναναστροφής), και η διακίνηση ιδεών. Πριν 15 – 20 χρόνια, τα πλείστα κανάλια προβολής του τόπου είχαν μόνο ένα χαρακτήρα carte – postal: ωραίες εικόνες, στρωμένα τραπέζια για να προβάλουμε τη γαστρονομία μας, ωραία ξενοδοχεία με δωμάτια 5 αστέρων. Έλειπαν τα πρόσωπα, επομένως το περιεχόμενο ήταν φτωχό.

Γιατί πίσω από κάθε φωτογραφία, υπάρχει ένα πρόσωπο. Μάθαμε να μην προβάλλουμε τους δημιουργούς. Ακόμα και στη φωτογραφία ενός τραπεζιού, αντί να προβάλλεται ο μάγειρας, προβάλλεται μόνο το τραπέζι. Όμως, όχι μόνο η Μαρίνα και το παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, που είναι μεγάλα έργα, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι μπαίνουν 700 άτομα σε ένα θέατρο, είναι μια πτυχή του περιεχομένου της πόλης, για την οποία έχουν φροντίσει κάποιοι, γενιές ανθρώπων ολόκληρες. Ειδικά ο επισκέπτης μιας χώρας όπως είναι η Κύπρος, που έχει στο μυαλό του ότι πάει σε μια χώρα που έχει ήλιο και θάλασσα μόνο, δε διανοείται ότι αυτός ο τόπος μπορεί να έχει και άλλα πράγματα.

Εγώ νιώθω ανατολίτης, δεν είμαι δυτικός σε νοοτροπία, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Όμως δε σημαίνει ότι η ποιότητα ζωής μου πρέπει να είναι αυτή.

Πρόσφατα έπεισα ένα φίλο μου Ρώσο (μόνιμος κάτοικος Κύπρου, που είναι με την οικογένειά του εδώ και δραστηριοποιείται ως καλλιτεχνικός παραγωγός, γι’ αυτό και συνεργαζόμαστε κιόλας), να μετακομίσει από την περιοχή της ανατολικής Λεμεσού, στο κέντρο της πόλης, πίσω από την Τεχνική Σχολή. «Δεν ξέρετε την πόλη», του είχα πει, και μετά τη μετακόμιση που δήλωσε ότι είναι απίστευτη η εμπειρία να ζει τόσο κοντά στο κέντρο. Υπάρχουν γεωγραφικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί σε αυτό που ονομάζεται τουρισμός.

Θα μπορούσες να έμενες κάπου αλλού;
Θα μπορούσα να έμενα στην Ελλάδα. Είχα μπει και στη διαδικασία κάποια στιγμή να μετακομίσω, αλλά έμεινα πίσω τελικά για άλλους λόγους. Ένιωσα επίσης ότι το πράγμα είχε αρχίσει να χαλάει στη δισκογραφία και τελικά δεν έπεσα έξω.

Είμαι φανατικός Λεμεσιανός, αλλά όχι από εκείνους που λένε ότι η Λεμεσός είναι η καλύτερη πόλη του κόσμου. Αν μποτιλιαριστείς στην Αγίας Ζώνης, δε λες ότι είσαι στην καλύτερη χώρα του κόσμου. Θα ήθελα να ζω εδώ, στη Μεσόγειο, αλλά να έχουμε και πράγματα που μας λείπουν, λόγω του ότι είμαστε μια χώρα της Βορείου Αφρικής. Εγώ νιώθω ανατολίτης, δεν είμαι δυτικός σε νοοτροπία, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Όμως δε σημαίνει ότι η ποιότητα ζωής μου πρέπει να είναι αυτή. Θα ήθελα λιγότερα αυτοκίνητα, περισσότερους πεζόδρομους, καλύτερες συγκοινωνίες, πιο αραιά κτίρια. Θα μπορούσαμε να πάρουμε τα καλά της δυτικής Ευρώπης, ενώ εκεί δεν μπορούν να έχουν τα δικά μας καλά, όπως τον ήλιο μας.

Τι άλλο θα ήθελες για να έχεις ποιότητα ζωής;
Χωρίς το στοιχείο της συναναστροφής, της έννοιας της αρχαίας αγοράς, καμιά κοινωνία δεν προχωρά. Η ανθρωπότητα παράγει πολιτισμό, μέσα από τη διακίνηση ιδεών. Όσο μια κοινωνία κρατά τον πολίτη μέσα στο σπίτι, δεν μπορεί να πάει μπροστά. Η ποιότητα ζωής σημαίνει ότι υπάρχει χώρος, όπως είναι οι πλατείες, για να αναπνέεις και να συναναστρέφεσαι με κόσμο. Η Λεμεσός βελτιώθηκε, αλλά έχει ακόμα στοιχεία υδροκέφαλης πόλης. Αν μένει κάποιος στον Άγιο Αθανάσιο, δεν έχει το πάρκο, την πλατεία κοντά του.

Υπήρξαν, λοιπόν, φορές, που έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μη γίνει μια δουλειά, για να μπορέσω να απολαύσω τη συναναστροφή με τους ανθρώπους.  

Τι σε ενοχλεί στη νοοτροπία μας;
Με ενοχλεί ο τρόπος που οδηγούμε. Με ενοχλεί και το γεγονός ότι κάποιοι κλείνουν τα μάτια σε παρανομίες, όπως το να παρκάρει κάποιος σε διπλή γραμμή, γιατί αυτό είναι καθεστώς. Γενικά με ενοχλεί που όλοι έχουμε τις άκρες μας με κουμπάρους και γνωστούς.

Έχει κάνει βήματα η Λεμεσός;
Το μεγάλο επίτευγμα, που θα ήταν μοιραίο αν δεν το κατάφερνε, ήταν που φρεσκαρίστηκε ηλικιακά. Η Λεμεσός ήταν μια κοινωνία λίγο γερασμένη. Το Πανεπιστήμιο βοήθησε σε αυτό το φρεσκάρισμα και αυτό είναι ένα στοιχείο που μπορείς να συμπράξεις μαζί του.

Σε ενοχλούν τα ψηλά κτίρια που σχεδιάζονται;
Δε με ενοχλούν σαν εικόνα. Με ενοχλεί μόνο αν είναι το νέο φρούτο, που γίνεται χωρίς πρόγραμμα. Ας αποφασίσουν οι αρχές ότι ένα συγκεκριμένο κομμάτι θα γίνει Μανχάταν. Πρέπει οι ιθύνοντες να παίρνουν μια απόφαση και να έχουν και την αίσθηση ευθύνης της απόφασής τους, όπως κι εγώ έτυχε να δώσω εξηγήσεις για τον καλλιτέχνη που κάλεσα να παίξει. Αλλά γενικά είμαστε ευθυνόφοβοι σαν λαός. 

swipe gallery

Με τον Βάσο Αργυρίδη μπορείς να μιλάς ώρες, μέρες ατελείωτες και να μη στερεύουν τα θέματα προς συζήτηση. Άλλωστε δεν ψάχνει να επιβεβαιωθεί μέσα από τη συζήτηση, παρά μόνο να μοιραστεί ιδέες, να πάρει και να δώσει τροφή για σκέψη. Ένας άνθρωπος που γνώρισε την αποθέωση ήδη στα 30 του χρόνια, με το έργο του να φιγουράρει στο πρωτοσέλιδο των εφημερίδων στη Γερμανία, ξέρει εκ πείρας ότι η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της, όμως προχωρά κοιτάζοντας πάντα ψηλά. Κι αυτό γιατί ξέρει τι περιμένει, τι οραματίζεται και τι ελπίζει στον κόσμο αυτό. Φιλοδοξεί, λοιπόν, ότι οι δικές του δημιουργικές δυνάμεις, μπορούν να γίνουν κομμάτι της προσπάθειας, που οδηγεί την πόλη του στην αλλαγή.