24196

Ο Μάριος Νικολάου μιλά για την τρελοπαρέα, που έκτισε ένα μεγάλο όμιλο εστιατορίων στη Λεμεσό!

14/06/2018
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα αφιερώματα του All About Limassol (ως ο Επίσημος Οδηγός της Λεμεσού) αποσκοπούν ΜΟΝΟ στο να αναδείξουν τα διαφορετικά πλεονεκτήματα αυτής της υπέροχης πόλης, με σκοπό να γνωρίζουν όλοι τις μοναδικές Εμπειρίες που προσφέρονται. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν διαφημιστικό ή αξιολογικό χαρακτήρα και δεν εξυπηρετούν συμφέροντα Εταιρειών, Δήμων, Οργανισμών ή Ιδιωτών.

Οι παρέες που γίνονται σχέσεις ζωής, μπορούν, τελικά, να αποτελέσουν  συνταγή επιτυχίας. Αυτό αποδεικνύει μια θεότρελη, φοιτητική παρέα Λεμεσιανών, η οποία αφού μοιράστηκε νεανικές τρέλες, λύπες και χαρές, όνειρα και απογοητεύσεις, κατάφερε να στήσει έναν από τους πιο πετυχημένους επιχειρηματικούς ομίλους στη Λεμεσό, δημιουργώντας μερικούς από τους  δημοφιλέστερους χώρους εστίασης στην πόλη και όχι μόνο. Ο Μάριος, ο Νίκος, ο Πόλυς και ο Χρίστος, κάνοντας εδώ και 20+ χρόνια τη δουλειά που αγαπούν περισσότερο, έχουν χαρίσει στη Λεμεσό (αλλά και σε ολόκληρη την Κύπρο) υποδειγματικά εστιατόρια, που αναβάθμισαν την εικόνα της πόλης και σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, την άλλαξαν ριζικά.

Ο Μάριος Νικολάου, Διευθύνων Σύμβουλος σήμερα του ομίλου της PNS Restaurants, τονίζει ότι η νεανική παρέα των 4 φίλων, έχει αλλάξει τον χάρτη της εστίασης στην πόλη. Καθοριστική στιγμή στην πορεία τους ήταν, άλλωστε, το γεγονός ότι το 2002, μετά από πρόταση ενός εκ των διευθυντών της Ν. Π. Λανίτης (Κο Βαγγέλη Γεωργίου), προχώρησαν από κοινού στην υλοποίηση ενός οράματος του Ευαγόρα Λανίτη, για ένα συγκρότημα με χώρους εστίασης στον Χαρουπόμυλο (μέχρι τότε αποθήκες λιπασμάτων). Προέκυψε, έτσι,  η Carob Mill Restaurants, μέσα από τον συνεταιρισμό των δυο Ομίλων, PNS Restaurants και Λανίτη.  Η Carobmill Restaurants  διαχειριζόταν όλους τους χώρους στην περιοχή γύρω από το Κάστρο Λεμεσού, δηλαδή τα εστιατόρια Καρατέλλο, Artima Bistro, Draught Microbrewery και Stretto Café Lounge Bar.

Δεν ήταν μια απόφαση που λήφθηκε εύκολα, βέβαια, αφού οι 4 νέοι επιχειρηματίες, βρέθηκαν να διαπραγματεύονται τη συνεργασία με έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους του νησιού. «Υπήρχαν οι αμφιβολίες και ο Πόλυς, που είναι γενικώς πιο επιφυλακτικός, είχε εκφράσει τις ανησυχίες του, γιατί, όπως λέει και το ρητό, «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», θυμάται ο Μάριος Νικολάου, «όμως εγώ πίστευα σε μια μεγάλη ανάπτυξη με χώρους εστίασης, που θα δημιουργούσε και μια νέα περιοχή για την έξοδο των Λεμεσιανών».

«Τότε δεν υπήρχε τίποτα εκεί, ούτε η πλατεία όπως την ξέρουμε σήμερα. Τα έργα αυτά έγιναν το 2011, αφού από το 2002 τα εστιατόρια της Carob Mill άρχισαν να αλλάζουν τον χαρακτήρα μιας, μέχρι τότε υποβαθμισμένης περιοχής».

Ο Μάριος είναι ένας άνθρωπος που, τόσο από συνειδητή επιλογή, όσο και από υποσυνείδητη παρόρμηση, εκπέμπει πάντα κάτι θετικό, διατηρώντας ένα εγκάρδιο χαμόγελο στις συναναστροφές του, έτοιμος για πλάκα και καλαμπούρι όλες τις ώρες της ημέρας. Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια είχε την τύχη να δουλεύει πλάι – πλάι με τους κολλητούς του από τα φοιτητικά χρόνια στην Αγγλία, μάλλον βοηθάει.

Επικοινωνιακός και πρόσχαρος, ο Μάριος Νικολάου άρχισε από την εφηβεία του να δουλεύει στον επισιτισμό, και αποφάσισε ήδη από τα 16 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον χώρο, χωρίς να έχει αντίστοιχο παράδειγμα στον οικογενειακό ή φιλικό του κύκλο.

Το κυριότερο, όμως, συστατικό της διάθεσης αυτής είναι η αγάπη του για τη δουλειά. «Αν δεν την αγαπάς αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να την κάνεις», εξηγεί. Η δουλειά, άλλωστε, ήταν και το στήριγμά του στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής του, το 2005, όταν χρειάστηκε ο ίδιος και η οικογένειά του να διαχειριστούν τον αδόκητο χαμό ενός από τα τρίδυμα αγόρια τους, σε ηλικία 3 ετών, μετά από ένα βίαιο τροχαίο δυστύχημα, που προκάλεσε το απερίσκεπτο προσπέρασμα ενός οδηγού στον δρόμο Λεμεσού – Τροόδους. Τον πόνο του να χάνεις το παιδί σου - και μάλιστα σε τέτοια τρυφερή ηλικία - λίγοι μπορούν να τον φανταστούν. Αυτόν τον πόνο, όμως, ο πάντα χαμογελαστός Μάριος τον ξέρει από πρώτο χέρι. Με όλα όσα μπορεί να συνεπάγεται για οποιονδήποτε μια τέτοια δοκιμασία, ο ίδιος καταφέρνει σήμερα να αφηγείται το περιστατικό με νηφαλιότητα, ξέροντας πως, όταν κρατάς από τη ζωή τα καλά (μια όμορφη οικογένεια, μια δουλειά που αγαπάς), μπορείς να ξεπεράσεις και τα χειρότερα χτυπήματα της μοίρας.

«Η δουλειά μας, αν και απαιτητική σε χαλαρώνει  Είσαι συνέχεια με κόσμο, αλλάζεις παραστάσεις, σε κρατά σε εγρήγορση. Αποκομίζεις γνώσεις και εμπειρίες , μαθαίνεις να ξεπερνάς προβλήματα και περνάς όμορφα».

Το μεράκι για τη δουλειά αυτή λοιπόν, ήταν εκεί πολύ πριν τη μεγάλη επιτυχία της Carob Mill Restaurants, την επέκτασή της το 2008 και την ενσωμάτωση των εστιατορίων Ryan’s Bar & Grill, Il Gusto και των ψησταριών «Κουζίνα», πριν την επέκταση του ομίλου PNS Restaurants στην εισαγωγή τροφίμων με την ίδρυση της Food Supplies το 2010,και πριν τη δημιουργία του Epsilon Resto Bar και του Marina Beach Bar στη Μαρίνα Λεμεσού. Το μεράκι υπήρχε ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, όταν δούλευε στα μπαρ και στα εστιατόρια της τουριστικής, και ήταν εκείνο που τον έσπρωξε το 1985 να αφήσει το σπίτι του, σε ηλικία 15 ετών, και να πάει στη Λευκωσία για σπουδές σεφ στην ξενοδοχειακή σχολή.

«Όλοι δουλεύαμε τότε τα καλοκαίρια. Είναι κάτι που είχε χαθεί για κάποια χρόνια, αλλά επιστρέφει ξανά. Θεωρώ ότι η δουλειά στην εστίαση έχει πολλά να διδάξει αυτές τις ηλικίες. Μιλάς με τον πιο πλούσιο και με τον πιο φτωχό, βλέπεις συμπεριφορές και αντιδράσεις. Είναι πραγματικό πανεπιστήμιο της ζωής για κάθε έφηβο».

Κανένας από τους γονείς ή τα άλλα μέλη της οικογένειας δεν είχαν σχέση με τον χώρο. Με τον πατέρα του κάθισαν και μίλησαν πριν φύγει για τη Λευκωσία. «Ο πατέρας μου πάντα συζητούσε, μας έβαζε να προβληματιζόμαστε, χωρίς να μας βάζει φραγμούς. Μου τόνισε ότι θα είχα δυσκολίες, ότι θα δούλευα και γιορτές και αργίες», θυμάται ο Μάριος. Οι χρονιές εκείνες ήταν από τις πιο επιτυχημένες του ΑΞΙΚ, απόφοιτοι του οποίου ήταν μεταξύ άλλων οι πρόεδροι των αρχιμαγείρων Κύπρου Πανίκος Χατζηττοφής και Γιώργος Δαμιανού. Οι μνήμες από τη Λευκωσία αν και καλές  δεν ήταν ικανές να τον κρατήσουν μακριά από τη Λεμεσό.

«Εντάξει, κάποιοι πρέπει να μένουν και στη Λευκωσία, αλλά η Λεμεσός δεν συγκρίνεται, ειδικά όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια».

«Τότε, μεταξύ 1985 – 1990 ήταν στο απόγειο η νυχτερινή διασκέδαση στην τουριστική. Ήταν η χρυσή εποχή της Λεμεσού στον τομέα αυτό. Δουλεύαμε, βγαίναμε, φλερτάραμε. Τότε ήρθε και η πρώτη απόφαση για να ανοίξω το δικό μας μπαρ και να μπω στο επιχειρηματικό κομμάτι του τομέα αυτού», εξηγεί.

Η απόφαση για το μπαρ ήταν καθαρά επιχειρηματικό βήμα ή τρόπος για να φλερτάρετε κοπέλες;
Όχι, καθαρά επιχειρηματικό. Κοπέλες γνωρίζαμε έτσι κι αλλιώς (γελάει). Είχα την ανάγκη να κάνω κάτι δικό μου. Μιλήσαμε με τον Ανδρέα Ιωάννου, τον κολλητό μου, συμφωνήσαμε και με τον ιδιοκτήτη του κέντρου Hollywood τότε, αλλά την τελευταία στιγμή ο Αντρέας δίστασε και έκανε πίσω. Τότε ζήτησα από μια φίλη να μου βρει δουλειά στην Αγγλία και έφυγα αμέσως.

Η μακρά προϋπηρεσία του πίσω από το μπαρ και στο service του επιτρέπει να γνωρίζει πολύ καλά το κομμάτι αυτό της δουλειάς και δε διστάζει να αναλάβει δράση, όποτε του το επιτρέπουν οι υπόλοιπες υποχρεώσεις του και θέλει να περιποιηθεί προσωπικά έναν πελάτη.

Τόσο εύκολα παίρνεις όλες τις αποφάσεις στη ζωή σου;
Ναι, το έχω αυτό. Με συνοπτικές διαδικασίες προχωρώ σε μια απόφαση. Πήγα σπίτι στους γονείς μου και, εκεί που περίμεναν να ανοίξω μαγαζί στη Λεμεσό, τους ανακοίνωσα ότι φεύγω για Αγγλία. Τους είπα, μάλιστα, να πουλήσουν και το αυτοκίνητό μου. Πήγαινα με το σκεπτικό ότι θα μείνω. Δε θέλω όταν ξεκινώ κάτι, να αφήνω εναλλακτικές για να γυρίσω προς τα πίσω. Μόνη επιλογή είναι να προχωρώ μπροστά, προς κάτι καλύτερο πάντα. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, λοιπόν, βρήκα και δουλειά στην Αγγλία, επέλεξα και το πανεπιστήμιο στο οποίο θα συνέχιζα τις σπουδές μου, το Birmingham University στον κλάδο του Hotel Management, και μετακόμισα.

Τι δουλειά έκανες στην Αγγλία;
Δούλευα ως σερβιτόρος σε μια κυπριακή ταβέρνα, το ‘Τρόοδος’ στο Leicester, από όπου απέκτησα καταπληκτικές εμπειρίες. Η πόλη ήταν μικρή με έντονη ζωή, οπότε μου θύμιζε αρκετά τη Λεμεσό.

Στην ταβέρνα έκανα κάτι που το ήξερα και το αγαπούσα, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο Λεωνίδας Περικλέους, αποδείχθηκε δεύτερος πατέρας για εμένα. Ακόμα και σήμερα έχουμε εξαιρετικές σχέσεις και βρισκόμαστε τακτικά.

Στην Αγγλία ξεκίνησε και η φιλία με τους σημερινούς συνεταίρους;
Ναι, με τον Νίκο Σοφοκλέους και τον Πόλυ Πάσια γνωριστήκαμε όταν μέναμε όλοι μαζί στις φοιτητικές εστίες. Με τον Πόλυ, μάλιστα, ανακαλύψαμε ένα βράδυ που παίζαμε χαρτιά, ότι είμαστε ξαδέρφια.

Οι συνέταιροι της PNS Restaurants μπορεί να μεγάλωσαν και να μην είναι πια η φοιτητοπαρέα της Αγγλίας, όμως οι πλάκες δεν έχουν σταματήσει καθόλου, υπενθυμίζοντας ότι παραμένουν νέοι κατά βάθος. Η παιχνιδιάρικη διάθεση κατά την ώρα της φωτογράφισης, με Μάριο και Πόλυ να προχωρούν χεράκι - χεράκι, είναι απλώς μια μικρή ένδειξη της ξεχωριστής σχέσης που έχουν οι συνέταιροι μεταξύ τους.

Ήταν καθοριστικό το γεγονός ότι γνωριστήκατε στα φοιτητικά σας χρόνια;
Σίγουρα. Στην ηλικία αυτή δένεσαι πολύ με τους ανθρώπους. Συγκατοικήσαμε τελικά για όλο το υπόλοιπo διάστημα της παραμονής μας στην Αγγλία. Είχαμε πολλές πλάκες βέβαια, περάσαμε καλά. Θυμάμαι ένα περιστατικό, όταν είχα δεχθεί προειδοποίηση από την καθηγήτρια ενός μαθήματος, που γινόταν πάντα νωρίς το πρωί. Κινδύνευα να κοπώ, αφού δούλευα μέχρι αργά, συνήθιζα να βγαίνω μετά (κάτι που το κάνω και σήμερα ακόμα) και ξυπνούσα πάντα μετά το μεσημέρι. Μετά την προειδοποίηση, κοιμήθηκα από τις 10 τη νύχτα πριν το μάθημα, έβαλα ξυπνητήρια μέσα σε κατσαρόλες και το ραδιόφωνο να χτυπήσει για αφύπνιση, για να είμαι σίγουρος ότι θα πάνε όλα καλά.

Γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα, πάνω που με είχε πάρει βαθύς ύπνος, έρχονται οι συγκάτοικοι και αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα και να φωνάζουν: «Σήκω, πήγε 12 η ώρα, άργησες για το μάθημα!»

Όντως, σηκώθηκα και άρχισα να ντύνομαι. Έπρεπε να ανοίξει ο συγκάτοικος το παράθυρο για να καταλάβω την πλάκα που μου έκαναν. Το μάθημα εκείνο το πέρασα, πάντως. Φυσικά, τους την ανταπέδωσα αργότερα. Είχαμε διάφορες τέτοιες πλάκες, που τις θυμόμαστε μέχρι σήμερα και γελάμε.

Επέστρεψες  Κύπρο μετά τις σπουδές στην Αγγλία;
Πριν επιστρέψω Κύπρο έκανα κι ένα χρόνο πρακτικής άσκησης στην Αμερική, στα ξενοδοχεία Mariott. Αρχικά ήμουν στη Νότια Καρολίνα και μετά στο Ορλάντο, και οι 2 κατ’ εξοχήν τουριστικές περιοχές, όπου ήθελα να πάρω εμπειρία, αφού θα επέστρεφα στη Λεμεσό, όπου επίσης ανθούσε ο τουρισμός. Η Αμερική είναι κορυφή σε ό,τι έχει να κάνει με το κομμάτι των υπηρεσιών αυτών και εγώ προσανατολιζόμουν στη διεύθυνση ξενοδοχείου.

Πέρασα εξαιρετικά στην Αμερική. Ήμουν αρχικά σε ένα νησί στη Νότια Καρολίνα. Δούλευα σε κουζίνα, όπου ήμουν ο μόνος άσπρος ανάμεσα σε 40 μαύρους. Έμπαινα στις 7 το πρωί στην κουζίνα, με τη μουσική στη διαπασών, με όλο τον κόσμο να χορεύει.

Είναι τυχαίο ότι, όπου πήγες, πέρασες τόσο καλά;
Είναι κάτι που το επιδιώκω. Προσαρμόζομαι στο περιβάλλον εύκολα. Μου αρέσει να παίρνω ό,τι πιο θετικό από κάθε εμπειρία και τελικά το διασκεδάζω. Σίγουρα είναι ένα στοιχείο που με βοηθά και σήμερα στη δουλειά μου.

Είσαι από τη φύση σου τόσο χαρούμενος και θετικός ή το παίζεις τέτοιος;
Είμαι πιο χαρούμενος από όσο δείχνω. Το έχω μέσα μου αυτό, αλλά μου το βγάζει και η δουλειά μου γιατί την αγαπώ και προσπαθώ να απολαμβάνω κάθε στιγμή.

Το τουριστικό θέρετρο της Marriott στην Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, αποτέλεσε ένα χώρο όπου ο Μάριος Νικολάου αναγνώρισε μια εξαιρετική ευκαιρία για να αποκομίσει εμπειρία στον τομέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Και η δουλειά στην κουζίνα τόσο ευχάριστη σου φαινόταν;
Όχι, δε μου ήταν το ίδιο ευχάριστο. Μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω, όμως στην κουζίνα άντεξα λίγα χρόνια μόνο, γιατί είναι ένα περιβάλλον κλειστό, όπου δεν αλλάζουν ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι παραστάσεις, και δε μου ταιριάζει. Η επιτυχία του καθενός έχει να κάνει με το να ασχολείται με αυτό που αγαπά. Πρέπει ο καθένας να ξέρει τι θέλει, να επιλέξει κάτι που του ταιριάζει, να του δώσει ζωή. Θέλει θάρρος κάτι τέτοιο, όμως. Στην πορεία του καθενός, βέβαια, παίζει ρόλο και η τύχη.

Δεν αγχώνεσαι ποτέ;
Φυσικά και αγχώνομαι. Έχει πίεση αυτή η δουλειά, έχει πολλή λεπτομέρεια που πρέπει να προσέξεις, ιδίως όταν χτίζεις κάτι από την αρχή. Όπως το All About Limassol πρέπει να προσέξει το καθετί σε ένα αφιέρωμα, από τις φωτογραφίες που θα χρησιμοποιήσει, μέχρι την κάθε πληροφορία που θα μεταφέρει, για να δημιουργεί θετική εντύπωση για τη Λεμεσό, έτσι και στη δική μας τη δουλειά,, κάθε λεπτομέρεια έχει σημασία για να είναι θετική η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος για ένα εστιατόριο. Πάντα έχεις άγχος αν έκανε τζίρο ένα μαγαζί, αν υπάρχουν προβλήματα και πως θα καταφέρεις να τα λύσεις.

«Η Λεμεσός ήταν διαλυμένη όταν επέστρεψα…»

«Επέστρεψα το 1994, τότε που η Λεμεσός ήταν διαλυμένη, λόγω του ότι γινόταν το αποχετευτικό στην τουριστική και ήταν όλος ο παραλιακός σκαμμένος. Δεν έβρισκα τίποτα στη Λεμεσό, επομένως κατέληξα στην Πάφο, σε διευθυντική θέση του ξενοδοχείου Φαέθων», θυμάται ο Μάριος.

Ο συνεταιρισμός ανάμεσα στους 4 πως προέκυψε;
Λίγο αργότερα, προέκυψε μια θέση διευθυντή Food & Beverage και την πρότεινα στον Νίκο τον Σοφοκλέους. Εντωμεταξύ, ο Πόλυς, ο άλλος της παρέας, είχε δει το Ryan’s στο Ακρωτήρι και θέλησε να το αναλάβει. Μας πρότεινε τότε, να το αναλάβουμε όλοι μαζί. Εγώ είχα μια προχωρημένη καριέρα με προοπτική στο ξενοδοχείο, επομένως δεν έκανα το βήμα. Είχα και επιφυλάξεις, γιατί ήμασταν πολλοί για να συνεργαστούμε όλοι για 1 εστιατόριο. Ο Νίκος έφυγε, όμως, και άρχισε η συνεργασία τους. Ο Πόλυς επέμενε, βέβαια – αυτός και εγώ είμαστε οι πεισματάρηδες της παρέας. Για να αρχίσω να πείθομαι, τέθηκε στη συζήτηση η πρόταση να πάρουμε δάνειο και να ανοίξουμε ακόμα ένα εστιατόριο. Τότε προέκυψε και μια διαφωνία με τον προϊστάμενό μου στο Φαέθων.

Ο Χρίστος, ο Μάριος, ο Πόλυς και ο Νίκος (από αριστερά προς δεξιά) κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους εστιατορίων στη Λεμεσό, συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του προϊόντος και των εμπειριών που προσφέρει η πόλη.

Την ίδια νύχτα πήρα τον Πόλυ τηλέφωνο και του είπα «Έρχομαι». Μόνη προϋπόθεση ήταν να μην είμαστε στο ίδιο εστιατόριο εγώ και ο Πόλυς, γιατί είμαστε οι πιο πεισματάρηδες στον συνεταιρισμό, όπως είπα και πριν. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με αρχή τα 2 εστιατόρια, το Ryan’s και την ταβέρνα «Το ιστορικό», με προοπτική για 4 εστιατόρια, ένα για τον κάθε συνεταίρο.

Ήταν καλό, λοιπόν, που γνωριζόσασταν καλά μεταξύ σας.
Ναι, με τη συγκατοίκηση μάθαμε καλά ο καθένας τον χαρακτήρα και τις ιδιοτροπίες του άλλου.

Τα λεφτά ή η δόξα δεν ήταν αφορμή για εντάσεις;
Επειδή γνωριζόμασταν καλά, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία για τις προθέσεις του καθενός. Ο συνεταιρισμός μπήκε σε καλές βάσεις, όλοι δίναμε και παίρναμε το ίδιο, όλα ήταν διά 4 (μέχρι και σήμερα), κι έτσι ούτε το οικονομικό ήταν λόγος για συγκρούσεις. Για να μη χαθεί αυτή η ισορροπία ποτέ δεν μπήκε στο συνεταιρισμό η σύζυγος κάποιου από εμάς.

Για να καταλάβεις, όταν μέναμε όλοι μαζί στην Αγγλία, είχαμε ένα συρτάρι όπου βάζαμε όλοι τα λεφτά μας. Αν υπήρχαν λεφτά εκεί, περνούσαμε όλοι, αν δεν υπήρχαν, δεν έτρωγε κανένας.

Το οικονομικό δε μας ενδιέφερε ποτέ και δεν ήταν κάτι που χρειάστηκε ποτέ να το συζητήσουμε. Έτσι χτίστηκε ο συνεταιρισμός.

Δεν φτάσατε ποτέ σε σημείο να το διαλύσετε;
Ναι, έτυχε. Ήταν μια περίοδος γύρω στο 2009, όταν μας επηρέασαν κάποιες διαφωνίες που δημιουργήθηκαν από την πλευρά των διευθυντών του ομίλου Λανίτη, με τους οποίους συνεργαζόμασταν στα Carob Mill Restaurants. Δημιουργήθηκε μια ψυχρότητα μεταξύ μας, αλλά ευτυχώς δεν φτάσαμε σε ρήξη.

Το γεγονός ότι τα λεφτά δεν είναι προτεραιότητα στη δουλειά σας, έχει αντίκτυπο στο προϊόν;
Σίγουρα. Στα εστιατόρια επενδύουμε περισσότερο στο προϊόν και στην εξυπηρέτηση του πελάτη.

Η εταιρεία μας επενδύει στο να δημιουργεί διαχρονικές σχέσεις με τους πελάτες της, εξ ου και τα κεράσματα που προσφέρουμε  στους πελάτες μας ξεπερνούν τις €500.000 τον χρόνο.

Είναι πιο σημαντικό να σου δημιουργήσω μια θετική εντύπωση κατά την επίσκεψη, κερνώντας είτε το γλυκό, είτε τον καφέ, είτε ένα μπουκάλι κρασί, ή και κάτι παραπάνω ακόμα, παρά να σου πλασάρω το εστιατόριο ως το καλύτερο, μέσα από μια διαφημιστική καμπάνια. Είμαστε μια μικρή κοινωνία και ο κόσμος παίρνει συστάσεις από στόμα σε στόμα. Γι’ αυτό και δεν εστιάσαμε ποτέ αποκλειστικά στους τουρίστες. Πρέπει, βέβαια, να ξέρεις τι κερνάς και που το κερνάς. Είναι από τα «κόλπα» (με την καλή έννοια), που μου έμαθε και ο Λεωνίδας στην Αγγλία, που ήταν ο μέντοράς μου στη δουλειά.

Μετά από 30+ χρόνια στον χώρο, πίσω από την μπάρα, στη λάντζα, στο service, στην κουζίνα, στη διοίκηση εστιατορίων, δεν μπορεί να μην έχει μάθει κανείς όλα τα κόλπα της δουλειάς.

Αυτή είναι η φιλοσοφία των συνεταίρων, η οποία έχει περάσει και στους διευθυντές των εστιατορίων μας. Είναι και στον χαρακτήρα, βέβαια, γιατί αν είσαι τσιγκούνης δεν κερνάς. Από τη στιγμή που δουλεύουμε στο κομμάτι αυτό, που έχει να κάνει με τη φιλοξενία, πρέπει να είμαστε ανοιχτόκαρδοι. Εγώ το είχα από μικρός.

Ακόμα και όταν ήμουν νέος και δούλευα στην τουριστική, έτυχε αρκετές φορές να πάρω κόσμο μαζί μου στο σπίτι και τους κερνούσα ότι είχε η μάνα μου στην κατσαρόλα, ακόμα και φακές.

Γιατί υποτιμήθηκαν τα επαγγέλματα στον επισιτισμό;
Καμιά μάνα δε θέλει το παιδί της να είναι γκαρσόνι, το θεωρεί προσβολή. Σπουδάζουν όλοι, ακόμα κι αν δεν είναι καλοί σε αυτό που σπουδάζουν. Βέβαια, τα γκαρσόνια που δουλεύουν κοντά μας, παίρνουν καλύτερα λεφτά από πολλούς νέους που ψιλο-δουλεύουν στο αντικείμενό τους ή σε κάποιο άλλο αντικείμενο. Είναι, βέβαια, δύσκολη δουλειά, είναι πολλές οι ώρες, δουλεύεις νύχτα, χάνεις αργίες, Σαββατοκύριακα, αλλά έχεις μια μονιμότητα και δουλεύεις σε ένα ευχάριστο και όμορφο περιβάλλον. Χάθηκε, όμως, το φιλότιμο, αυτό που θα σε κάνει να βάλεις την ψυχή σου στη δουλειά και να ξεπεράσεις τις δυσκολίες, να βρεις έναν τρόπο να περνάς καλά σε αυτό που κάνεις. Επικράτησε η αντίληψη της «αρπαχτής», του εύκολου κέρδους.

Η σημερινή εικόνα της Πλατείας Κάστρου, με την πλατεία και τους πεζοδρόμους, απέχει πολύ από την εικόνα του 2002, όταν άνοιγαν για πρώτη φορά τα εστιατόρια της Carob Mill Restaurants. Η ανάπλαση της περιοχής ήρθε το 2011, μετά την εδραίωση των εστιατορίων και τα έργα που έγιναν εκεί.

Δημιουργήθηκαν λάθος πρότυπα επιτυχίας, πιστεύεις;
Ναι, πετυχημένος θεωρείται μόνο ο γιατρός, ο δικηγόρος, ένας διευθυντής σε κάποιο γραφείο.

Εσείς του χώρου δεν έχετε ευθύνη για το γεγονός ότι δεν υπάρχει το πρότυπο του πετυχημένο μάγειρα ή γκαρσονιού;
Για οτιδήποτε συμβαίνει και είναι λάθος, έχει ευθύνη εκείνος που το κάνει, που ασχολείται με αυτό. Έχουμε ευθύνη, γιατί δεν οργανωθήκαμε πιο σωστά, ώστε να βγει προς τα έξω σωστά η εικόνα των επαγγελμάτων στον επισιτισμό. Τώρα τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς. Σε όποιο κλάδο και να ρωτήσεις, δεν υπάρχει προσωπικό που να καλύπτει τις ανάγκες μια επιχείρησης.

Πως γίνεται να έχουμε τόσο μεγάλο ποσοστό αποφοίτων με πτυχία, αλλά να μην υπάρχει κατάλληλο προσωπικό;
Νομίζω ότι έχει να κάνει με τα επαγγέλματα που έγιναν μόδα, γιατί φάνηκε να απορροφούν κατά καιρούς πολύ κόσμο. Πρώτα γίνονταν όλοι εκπαιδευτικοί, μετά στράφηκαν όλοι στην πληροφορική κ.ο.κ. Αντί, λοιπόν, να σπουδάζει κάποιος σε κάτι που είναι πραγματικά πολύ καλός, το επέλεγε ακόμα και ο μέτριος, γιατί ήταν η τάση της εποχής.

Το βλέπεις και στα παιδιά σου το φαινόμενο αυτό;
Βλέπω ότι είναι πιο χαμένοι, δεν ξέρουν τι θέλουν στα 16 τους, ενώ εγώ στα 16 είχα φύγει μόνος μου στη Λευκωσία για να πάω στην ξενοδοχειακή σχολή. Υπάρχει μια νωθρότητα, μια βαρεμάρα, ίσως επειδή επαναπαύονται στην ασφάλεια. Θα το λύσω άμεσα, αυτό, βάζοντάς τους να δουλέψουν στο εστιατόριο, ακόμα και λάντζα αν εκεί υπάρχει ανάγκη. Δε θα δουλέψουν ως παιδιά του ιδιοκτήτη. Για αυτούς θα είμαι ο κος Νικολάου στο μαγαζί και θα λογοδοτούν, όπως όλο το προσωπικό, στους διευθυντές του εστιατορίου.

Η προσοχή στη λεπτομέρεια και η καλύτερη δυνατή ποιότητα αποτελούν τα κριτήρια για τον εξοπλισμό και τη διακόσμηση των εστιατορίων, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πιάτα άνω των €30 και λεπτεπίλεπτα ποτήρια, κατάλληλα για να αναδεικνύουν το καλό κρασί.

Μπορεί να αλλάξει η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα αυτό;
Ναι, έχουν αλλάξει κάποιες νοοτροπίες μετά την κρίση και κάποιοι συνειδητοποιούν ότι την χαλάσαμε τη νεολαία. Θυμάμαι παλιότερα ένα περιστατικό, με μια κυρία που παραπονιόταν γιατί όλοι στο προσωπικό του εστιατορίου ήταν ξένοι. «Το δικό σου το παιδί θα ερχόταν να δουλέψει;», την είχα ρωτήσει και μου απάντησε «Μα σπουδάζει και όταν έρχεται τα καλοκαίρια θέλει να ξεκουραστεί». Αφού, λοιπόν, κανένας δεν ήθελε να δουλέψει σε αυτό το πόστο, ανέλαβαν οι ξένοι. Πριν το 1990 τα επαγγέλματα επισιτισμού ανθοφορούσαν και προσέλκυαν περισσότερο νεαρό κόσμο.

Μετά κάπου χάσαμε τις ισορροπίες, ήρθαν απότομα λεφτά με το χρηματιστήριο, έρχονταν πελάτες που κοίταζαν μόνο τις τιμές στον κατάλογο και έπαιρναν πάντα το πιο ακριβό.

Μεγαλύτερο πλήγμα ήταν το χρηματιστήριο ή το κούρεμα;
Το χρηματιστήριο ήταν απλώς ένα μικρό ταρακούνημα για κάποιους, όχι για όλους. Το κούρεμα ήταν το μεγάλο σοκ για την κοινωνία μας. Μετά από αυτό άρχισαν να κλείνουν οι πιο μικροί και επιβίωσαν κυρίως μεγάλες μονάδες. Μου είχε πει τότε ο Κώστας Λανίτης ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανησυχία λόγο του ότι η έξοδος για φαγητό, είναι η πιο οικονομική επιλογή ψυχαγωγίας .

Γι’ αυτό εξελίχθηκαν τα περισσότερα μαγαζιά σε lounge – bar – restaurants;
Αυτό έχει περισσότερη σχέση με το γεγονός ότι χάθηκε η διασκέδαση που υπήρχε πιο αργά τη νύχτα. Όταν τα μπουζούκια έπαψαν να είναι η δημοφιλής επιλογή για νυχτερινή διασκέδαση, ο κόσμος βρήκε άλλες διεξόδους. Στη δουλειά μας πρέπει να είσαι χαμαιλέοντας και πρέπει να αλλάζεις με τον καιρό.

Πρώτα ο κόσμος διασκέδαζε στις ταβέρνες της γειτονιάς. Αργότερα δημιουργήθηκαν περιοχές με χώρους διασκέδασης, με πρώτο τον Χαρουπόμυλο από το 2002, όπου το φαγητό απέκτησε περισσότερο τον χαρακτήρα κοινωνικής εξόδου, για να δεις κόσμο και να σε δει κόσμος.

Επίσης, επειδή έχουμε και πρόβλημα στη Λεμεσό με την κίνηση και με το parking, κάποιος που θα βγει για φαγητό και θέλει να συνεχίσει, θα μείνει στον ίδιο χώρο, με μουσική και ποτό μέχρι τις 2 το πρωί.

Είναι καλό αυτό το φαινόμενο της επίδειξης όσων βγαίνουν έξω;
Για εμάς, τους επιχειρηματίες, είναι καλό. Για την κοινωνία δεν είναι καλό. Όταν, όμως, έχεις σαν πρότυπό σου μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσεις. Από τη στιγμή που πήραμε την απόφαση να κάνουμε τη Λεμεσό πιο μεγάλη, πιο μοντέρνα, πιο σύγχρονη (κάτι που προσωπικά το προτιμώ), δεν υπήρχε επιστροφή. Κρατάμε, βέβαια, κάποια πράγματα πιο απλά ακόμα, κάτι που κάνει και το κόστος της διασκέδασης και της εστίασης προσιτό σε πολύ κόσμο (δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πριν λίγους μήνες δεν υπήρχε σεφ με αστέρια Michelin στην Κύπρο – αλλά μόλις πρόσφατα απέκτησε και η Κύπρος τον δικό της σεφ με αστέρι Michelin τον Ανδρέα Μαυρομάτη).

Ανοίγουν συνέχεια εστιατόρια στη Λεμεσό. Είναι, όντως, τόσο εύκολο;
Πολλοί πιστεύουν ότι, επειδή έχουν κάποια λεφτά στην άκρη και επειδή έχουν ένα κύκλο γνωριμιών, μπορούν να ανοίξουν ένα πετυχημένο εστιατόριο. Για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως, πρέπει να υπάρχουν γνώσεις και πολλή αγάπη για τη δουλειά αυτή. Όσοι το έκαναν ως μικρή επένδυση, τελικά έχασαν λεφτά.

Μόνο η εσωτερική διακόσμηση του Epsilon ξεπερνούσε το εκατομμύριο. Μια τέτοια επένδυση, για να αποσβεστεί χρειάζεται να λειτουργεί σε πολλές διαφορετικές μορφές, από την ημέρα μέχρι αργά τη νύχτα.

Αφήνει πολλά λεφτά αυτή τη δουλειά;
Δεν βγάζεις αμέσως λεφτά. Επενδύεις σε ένα εστιατόριο και μακροπρόθεσμα περιμένεις να έχει εισόδημα.

Ο σχεδιασμός του Epsilon Resto Bar, το οποίο έχει ξεχωρίσει με πολλά βραβεία για τον χώρο και την κουζίνα του τα τελευταία χρόνια, ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη επένδυση που έχει κάνει η εταιρεία.

Αποτύχατε με κάποιο από τα εστιατόρια που ανοίξατε;
Γύρω στο 2007 αποφασίσαμε να ανοίξουμε το Central, ένα Surf & Turf steakhouse. Ήταν ένα πιο προσεγμένο εστιατόριο, με πιο εκλεκτή κουζίνα, το οποίο άνοιξε στο κέντρο της Λεμεσού, λίγο πιο μακριά από την εκκλησία της Παναγίας Καθολικής. Τότε η περιοχή ήταν ακόμα πολύ υποβαθμισμένη και μάλλον δεν το σήκωνε το συγκεκριμένο concept. Κάναμε το λάθος να δώσουμε μια αίσθηση πολυτέλειας στον χώρο, κάτι το οποίο ήταν ακόμα ξένο για τον κόσμο.

Μετάνιωσες για την απόφαση αυτή, που σας κόστισε αρκετό κεφάλαιο;
Όχι, δε μετάνιωσα. Εκεί χάθηκε κάτι παραπάνω από €1 εκατομμύριο, αλλά και το να χάνεις στις επιχειρήσεις είναι μέρος του παιχνιδιού.

Για να καταφέρεις κάτι πρέπει να ρισκάρεις και να αποδεχθείς ότι υπάρχει και η περίπτωση να χάσεις.  Ακόμα κι όταν πρόκειται για ένα τόσο μεγάλο ποσό, ξέρεις ότι υπάρχει κέρδος στο κομμάτι της εμπειρίας. Αυτό που σε πονάει περισσότερο είναι ο χρόνος που αφιέρωσες και η δυσφήμιση από την αποτυχία.

Η διάλυση του συνεταιρισμού της Carob Mill Restaurants πως προέκυψε;
Υπήρξαν κάποιες διαφωνίες  σε καίρια θέματα από ορισμένους διευθυντές του ομίλου Λανίτη. Είχε ληφθεί μια απόφαση με έναν από τους διευθυντές, η οποία στη συνέχεια αναιρέθηκε μονομερώς. Άμεση συνέπεια ήταν να ραγίσει η εμπιστοσύνη στον συνεταιρισμό. Ενώ, λοιπόν, υπήρχε μια εξαιρετική συνεργασία με τους Λανιταίους , αυτή η σχέση κλονίστηκε μετά την απώλεια της εμπιστοσύνης. Η πορεία μας στον συνεταιρισμό ήταν πολύ καλή, αλλά αναπόφευκτα, όταν το τέλος ακολουθεί μετά από εντάσεις, μένουν και κάποιες πικρίες. Βέβαια με τους ιδίους τους έχουμε  ακόμα και σήμερα καλές διαπροσωπικές σχέσεις.

Το γεγονός ότι οι χώροι εστίασης και διασκέδασης έχουν μαζευτεί στρατηγικά σε συγκεκριμένες περιοχές, είναι καλό για το μέλλον της πόλης;
Δεν είναι καλό, όχι. Αν δεν μεγαλώσει η πίτα, για να μπορούν να έχουν όλες οι περιοχές κόσμο, σύντομα θα έχουμε όλοι πρόβλημα. Για να προχωρά καλά η πόλη, πρέπει να υπάρχει πρόοδος για όλους. Αν δε μεγαλώσει η πόλη και συνεχίσουν να δημιουργούνται πυρήνες, κάποια στιγμή πάλι θα υπάρξει μετακίνηση του πληθυσμού από μια περιοχή στην άλλη.

«Μου αρέσει που μεγαλώνει η Λεμεσός»

Πως βλέπεις τις αλλαγές που γίνονται τα τελευταία χρόνια στη Λεμεσό;
Η Λεμεσός ακολουθεί έναν δρόμο ανάπτυξης ο οποίος μου αρέσει σε γενικές γραμμές. Πολλά θα αλλάξουν το επόμενο διάστημα στην πόλη, ειδικά με όλες τις μεγάλες αναπτύξεις που είναι στα σκαριά. Καθένας από τους πύργους που δημιουργούνται φέρνει και νέα, μεγάλα ονόματα στον τομέα της εστίασης, με 2 – 3 εστιατόρια στον καθένα. Αν τα ακίνητα αυτά δεν προσελκύσουν νέους μόνιμους κατοίκους, τότε αναπόφευκτα κάποιες άλλες μονάδες θα πρέπει να κλείσουν, με τη λειτουργία των εστιατορίων αυτών. Είναι άγνωστο το πως θα εξελιχθούν ακριβώς τα πράγματα και αυτό κάπως με τρομάζει.

Σου αρέσει η Λεμεσός όπως είναι σήμερα;
Την λατρεύω τη Λεμεσό.

Ακόμα και το γεγονός ότι μεγαλώνει το βλέπω με ενθουσιασμό και μακάρι να έρθει κόσμος που θα μείνει σε αυτούς τους πύργους που χτίζονται.

Τι ξεχωρίζεις στην πόλη αυτή;
Τα συνδυάζει όλα η Λεμεσός. Έχει και θάλασσα, έχει και βουνό. Έχει αξιόλογους χώρους διασκέδασης, έχει ευκαιρίες για ψώνια, έχει μια ξεχωριστή ποικιλομορφία, που μπορεί να ικανοποιήσει τον καθένα.

Το έχει αναδείξει αυτό το προσόν της η Λεμεσός;
Πιστεύω ότι δεν το έχει κάνει στον βαθμό που θα μπορούσε και θα της άξιζε. Υπάρχει περιθώριο ακόμα να αναδειχθεί ως μια πόλη με χαρακτηριστικά πρωτεύουσας. Είναι κάτι που χρειάζεται να γίνει για την παραπέρα ανάπτυξή της και σε αυτό, φυσικά, έχει καθοριστικό ρόλο η δουλειά που γίνεται από το All About Limassol.

Στη Μαρίνα Λεμεσού υπήρχε αρχικά η πρόθεση για δημιουργία μιας εταιρείας από την PNS / Carob Mills και τον Χρίστο Μουσκή (του Four Seasons Hotel), η οποία θα αναλάμβανε όλα τα εστιατόρια της περιοχής, αν και δεν μπόρεσε τελικά να προχωρήσει η υλοποίηση του σχεδίου αυτού.

Στον τομέα που δουλεύεις εσύ, της εστίασης, έχει γίνει σωστή προβολή του προϊόντος που προσφέρει η Λεμεσός;
Όχι. Είναι κάτι που με απασχόλησε αρκετά. Έχουμε Σύνδεσμο Κέντρων Αναψυχής, όμως δεν υπάρχει κάτι που θα λειτουργεί σε επίπεδο συντονισμού όλων των επαγγελματιών της Λεμεσού. Ήταν ένα λάθος μας αυτό. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι ήταν αναγκαία η δημιουργία του All About Limassol (ως Επίσημη Πηγή Προβολής της πόλης) γιατί πραγματικά δεν ξέρει κανένας μας ποια είναι η Λεμεσός συνολικά, από την παραλία, μέχρι το κέντρο και την ύπαιθρο. Όσο μεγαλώνει μια πόλη, όσο γίνεται πιο απρόσωπη, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η σωστή και ολόπλευρη προβολή της.

Έχεις επιλέξει να ζεις στην ύπαιθρο. Δεν υπάρχουν προβλήματα με τις υποδομές που προσφέρονται εκεί;
Ναι, υπάρχουν αδυναμίες. Δεν φαίνονταν τόσο έντονα όσο τα παιδιά ήταν μικρά, αλλά τώρα που μεγάλωσαν και θέλουν και να βγουν και να πάνε στα φροντιστήριά τους, εμφανίζονται προβλήματα. Στην ουσία γινόμαστε ταξιτζήδες, γιατί υπάρχει κενό στις συγκοινωνίες. Είναι κάτι στο οποίο η Λεμεσός χρειάζεται πολύ μεγάλη βελτίωση.

Λεωφορεία δεν χρειάζονται για να εξυπηρετούν μόνο τους τουρίστες στον παραλιακό. Θα έπρεπε να υπάρχουν διαδρομές και για την ύπαιθρο, τα κοντινά χωριά, που να επιτρέπουν σε κάποιον ακόμα και αργά τη νύχτα να κινηθεί από και προς την πόλη.

Μπορεί να βοηθήσει την τοπική οικονομία αυτό;
Φυσικά. Ακόμα και στον 17χρονο να επιτρέψεις να έρθει στην πόλη και να βγει έξω, να φάει και να διασκεδάσει, αυτό είναι κέρδος και αποκτά ζωή και η πόλη. Εγώ λέω στα γκαρσόνια μας ότι ο καλύτερος πελάτης είναι αυτός που δεν έχει πολλά λεφτά, γιατί μετράει πολύ και το τελευταίο ευρώ που θα σου δώσει.

Στη βιομηχανική περιοχή των Κάτω Πολεμιδιών βρίσκεται η έδρα της PNS Food Supplies, της εταιρείας που ιδρύθηκε αρχικά για να καλύψει τις ανάγκες των εστιατορίων του ομίλου, όμως έχει σήμερα επεκταθεί πολύ περισσότερο.

Οι Λεμεσιανοί έχουμε μειονεκτήματα;
Δεν είμαστε και τόσο δραστήριοι, θα έλεγα. Μπορεί σε σχέση με τους υπόλοιπους Κυπρίους να αναλαμβάνουμε περισσότερες πρωτοβουλίες για νέα πράγματα, αλλά και πάλι θα μπορούσαμε περισσότερα. Πολλές φορές επαναπαυόμαστε, παρά τις τόσες αδυναμίες και τα προβλήματα που υπάρχουν. Δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε συγκεκριμένα προβλήματα (π.χ.: τα πάρκα που λείπουν, την ποιότητα ζωής και το κυκλοφοριακό κλπ.) και να προχωρήσουμε άμεσα να βρούμε λύσεις που θα εφαρμοστούν για καθένα από αυτά.

Εκτός αυτού, έχουμε πολύ κακή οδική συμπεριφορά όλοι μας. Ο τρόπος που οδηγούμε και παρκάρουμε είναι τουλάχιστον προβληματικός. Οδήγηση με ποτό, επικίνδυνα προσπεράσματα, ακόμα και η χρήση της γρήγορης λωρίδας στον αυτοκινητόδρομο επί μονίμου βάσεως, είναι μεγάλα λάθη. Μας λείπει η παιδεία στο κομμάτι αυτό. Το βλέπω κι από τον εαυτό μου, γιατί παρκάρω οπουδήποτε, εκτός από τους χώρους στάθμευσης αναπήρων.

Αγαπούν την πόλη τους οι Λεμεσιανοί;
Θεωρητικά, ναι. Δεν την προσέχουν όμως. Στα λόγια δείχνουμε την αγάπη μας, όχι στην πράξη.

Είναι ακριβή η ζωή στη Λεμεσό;
Κάποια πράγματα αναγκαστικά θα είναι πάντα πιο ακριβά. Είμαστε νησί και όλα τα προϊόντα διανύουν μεγαλύτερη απόσταση μέχρι να έρθουν σε εμάς, επομένως έχουν ένα επιπρόσθετο ποσοστό κόστους. Αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε καθημερινά και στην εταιρεία εισαγωγής τροφίμων. Πέρα από αυτό, όμως, στο κομμάτι της εστίασης έχουμε αναγκαστεί να αυξήσουμε και τους μισθούς, επειδή έχει μειωθεί η προσφορά εργασίας. Αυτό το κόστος μεταφέρεται και στις τιμές για τον καταναλωτή.

Όλες οι κρίσιμες αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρει στη ζωή του, ήταν ακαριαίες. Από τη μία στιγμή στην άλλη, λοιπόν, μπόρεσε να καθορίσει την πορεία που θα ακολουθούσε στην καριέρα του (από τις σπουδές, μέχρι και τα πρώτα επιχειρηματικά του βήματα).

Γιατί να πρέπει να δημιουργήσεις εστιατόρια με τόση πολυτέλεια, ώστε να υπάρχει τέτοιο κόστος;
Γιατί αν δεν είχαν την εικόνα αυτή, δε θα ήθελε να τα επισκέπτεται κανείς. Αυτό θέλει ο κόσμος, αυτό προσφέρουμε. Αν ο κόσμος ήθελε μόνο ταβερνάκια απλά, συνοικιακά, τότε θα ανοίγαμε μόνο τέτοιους χώρους.

Η Ελλάδα γιατί έχει καλύτερο φαγητό και χαμηλότερες τιμές;
Στην Ελλάδα είναι ευκολότερο να έχουν πρόσβαση σε πιο φτηνές πρώτες ύλες, οι οποίες είναι και πολύ καλές σε ποιότητα. Επίσης, με την κρίση έχει πέσει πολύ και το κόστος της εργασίας, ενώ είναι πολύ πιο συχνό το φαινόμενο να κλέβουν και το κράτος, μέσω της φορολογίας.

Επαγγελματισμός υπάρχει στον τομέα αυτό στη Λεμεσό;
Τον είχαμε, τον χάσαμε με τις αρπαχτές, με το εύκολο κέρδος των προηγούμενων δεκαετιών, και τώρα αρχίζουμε να τον ξαναβρίσκουμε.

Οι ευκαιριακές πρακτικές που επικρατούσαν, η κοροϊδία προς τον ξένο (ο αστακός που ήταν καβουρόψιχα, το καλαμάρι που ήταν θράψαλο, το φρέσκο ψάρι που ήταν κατεψυγμένο, το μοσχαράκι που ήταν χοιρινό, ο ταξιτζής με υπερδιπλάσια ταρίφα κλπ.) ήταν οι λόγοι για να διαλυθούν όλες οι τουριστικές περιοχές.

Τι θα ήθελες να δεις τα επόμενα 10 χρόνια στη Λεμεσό;
Θα ήθελα να τη δω να μεγαλώνει ισόποσα, να υπάρχει ανάπτυξη (και πληθυσμιακή και σε ακίνητα και σε υποδομές) σε όλες τις περιοχές. Έτσι θα αποκτήσει μια πραγματική προοπτική για ακόμα μεγαλύτερη πρόοδο.

«Δεν βγαίνω ποτέ στα δικά μας μαγαζιά»

Πόσες ώρες δουλεύεις τη μέρα;
Είμαι στο πόδι από τις 6:30 το πρωί. Παίρνω τα παιδιά στο σχολείο καθημερινά, κάνω τη γυμναστική μου για 1 ώρα και μετά πάω στο γραφείο. Μου αρέσει να μπαίνω πρώτος στο γραφείο. Η μέρα κλείνει στις 2 τα χαράματα συνήθως. Κατά τη διάρκεια της μέρας, κάποιες φορές έχω την πολυτέλεια να πάω στο σπίτι το μεσημέρι, να δω και τα παιδιά μου λίγο. Αλλά σίγουρα είναι πολλές οι ώρες της δουλειάς, το τρέξιμο, το άγχος. Όμως, η δουλειά μας είναι τρόπος ζωής, γιατί είναι κάτι που το αγαπούμε.

Με τόσα λεφτά που έχεις βγάλει, γιατί χρειάζεται να δουλεύεις ακόμα τόσο πολύ;
Μα δεν έχουμε βγάλει ένα ποσό που να το έχουμε κρατήσει ως απόθεμα και να νιώθουμε ότι έχουμε εξασφαλιστεί για το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα λεφτά που βγαίνουν επενδύονται συνέχεια σε νέα projects τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατα εγκατασταθήκαμε και σε ένα παλιό αρχοντικό στην Αγίου Ανδρέου, όπου βρίσκεται και ο νέος χώρος εστίασης που ετοιμάζουμε, αλλά και η νέα έδρα της PNS Restaurants (θέλαμε να είμαστε μέσα στο περιβάλλον του ιστορικού κέντρου).

Πάντως, καλά εστιατόρια, όπως το Epsilon Resto Bar στη Μαρίνα, δουλεύουν πια με πολύ χαμηλό ποσοστό κέρδους. Όταν υπάρχει κέρδος, αυτό κυμαίνεται κάτω από το 10%.

Όταν βγαίνεις, επιλέγεις και χώρους που δεν είναι της εταιρείας;
Ποτέ δεν πάω στα δικά μας μαγαζιά. Ένας από τους αγαπημένους μου χώρους είναι το εστιατόριο του ξενοδοχείου Alasia. Μου αρέσουν και τα εστιατόρια του Four Seasons, όπως το Vivaldi by Mavromatis, αλλά και το ασιατικό του. Θεωρώ ότι μια διαχρονική αξία είναι και το Steak House του Columbia Plaza. Άλλωστε, με τους επαγγελματίες του χώρου έχουμε πολύ καλές σχέσεις και συχνά ανταλλάσσουμε πληροφορίες που έχουν να κάνουν με τη δουλειά.

Μετά τη διάλυση της Carob Mill, οι 4 της PNS Restaurants  συνεχίζουν το ίδιο δυναμικά, με στόχο την ανάπτυξη της PNS ακόμα περισσότερο, αφού ακολουθούν την άποψη πως «ό,τι δε μεγαλώνει, πεθαίνει». Στο πλαίσιο της ανάπτυξης αυτής, ήρθε και η συνεργασία με τα εστιατόρια της εταιρείας 226 Bianca Entertainments (Milk Bar, Frankie's Social, Gin Fish), που επίσης ξεχωρίζουν.

Τι απολαμβάνεις στη ζωή σου;
Το καλό φαγητό, το καλό κρασί και η καλή παρέα είναι οι μεγαλύτερες απολαύσεις. Τρώω μοντέρνα κουζίνα και σε μεγάλες ποσότητες (γι’ αυτό κάνω γυμναστική). Πέρα από αυτό, μου αρέσει να προσέχω τα ρούχα μου και την εμφάνισή μου. Θα ξοδέψω, όμως, και σε ταξίδια, γιατί είναι μια από τις απολαύσεις μου, επίσης.

Θα ήθελες να έμενες κάπου αλλού, πέρα από τη Λεμεσό;
Μου αρέσουν οι μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Βέβαια, στο Λονδίνο δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω σίγουρα. Πάντως, αν με έβαζαν σε κάποιο χωριουδάκι της Αγγλίας, όπως και σε κανένα μικρό μέρος στον κόσμο, σίγουρα θα πέθαινα την επόμενη μέρα.

swipe gallery

Τα όνειρα που είχες όταν ξεκινούσες, τα υλοποίησες;
Ακολούθησα διαφορετική πορεία από αυτή που φανταζόμουν όταν ξεκινούσα τις σπουδές μου στην Αγγλία. Από τη διοίκηση ξενοδοχείων, βρέθηκα στην εστίαση. Όμως νιώθω περήφανος για όσα πέτυχα και με ικανοποιεί το γεγονός ότι ασχολούμαι με κάτι μεγάλο, που έχει προοπτικές ανάπτυξης συνεχώς. Άποψή μου είναι πως ό,τι δε μεγαλώνει και δε μετεξελίσσεται, κάποια στιγμή θα πεθάνει.

Είσαι ευτυχισμένος με τη ζωή σου, δηλαδή;
Ναι. Θεωρώ ότι μου πήγαν καλά τα πράγματα.

Μπορεί να συνέβαλαν στο να αλλάξει ο χάρτης της εστίασης στη Λεμεσό, αλλά οι 4 συνεχίζουν να κάνουν όνειρα για το μέλλον της πόλης, θέλουν να τη δουν να μεγαλώνει και πιστεύουν ακράδαντα ότι η ευημερία του ομίλου τους, δεν μπορεί να είναι αποσυνδεδεμένη από την πρόοδο της πόλης γενικά.

Το να μπορείς να χαίρεσαι τη δουλειά σου όσο και τις στιγμές χαλάρωσης δεν είναι απλώς τύχη, αλλά και τέχνη. Οι 4 φίλοι της PNS Restaurants είδαν τους δρόμους τους να συγκλίνουν σε αυτό. Συμπληρώνοντας ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, αποτελώντας στήριγμα στα εύκολα και στα δύσκολα, χάραξαν τον δικό τους δρόμο, χωρίς να έχουν πίσω τους ούτε τζάκια, ούτε οικογενειακό αποθεματικό. Αντλώντας έμπνευση και ζωντάνια από το χρώμα και τον παλμό της Λεμεσού της δεκαετίας του ’80, στην οποία μεγάλωσαν, βρέθηκαν να διαμορφώνουν τη Λεμεσό του 21ου αιώνα, μαζί με όλους εκείνους, που σήμερα παίρνουν ρίσκα και οραματίζονται τη Λεμεσό του αύριο.

Ο Μάριος Νικολάου είναι η περίπτωση ανθρώπου, που αποδεικνύει ότι η θετική ενέργεια δεν είναι απλώς μια θεωρία. Κρατώντας πάντα τα θετικά από κάθε εμπειρία, επενδύοντας σε αυτά και στρέφοντας ακόμα και τα αρνητικά προς όφελός του, έχει καταφέρει να χαράξει μια υποδειγματική πορεία στον χώρο. Με βαθιά αγάπη για την πόλη του και τη δουλειά, αυτός και οι συνεταίροι του είναι χωρίς αμφιβολία ανάμεσα στους Λεμεσιανούς που βρήκαν τον τρόπο να κάνουν πράξη την έγνοια τους για την πρόοδο του τόπου τους.